Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
More

    Τα πρακτικά της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας αποκαλύπτουν τις προθέσεις της – ανάλυση 

    Στις 24 Σεπτεμβρίου ολοκληρώθηκε η συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ως αποτέλεσμα αυτού ελήφθησαν ορισμένες αποφάσεις, οι οποίες καταγράφονται στα πρακτικά της Συνόδου. Εκείνες που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη εντύπωση καταγράφονται στην έκδοση (τόμο) των πρακτικών υπό τον αριθμό 60.

    Στον συγκεκριμένο τόμο γίνεται αναφορά στην πρόσφατη επίσκεψη της Αυτού Παναγιότητος Πατριάρχη Βαρθολομαίου στο Κίεβο. Ως γνωστό, η συγκεκρικριμένη έχει πλέον ιστορική σημασία, ως η πρώτη φορά που Προκαθήμενος του Οικουμενικού Πατριαρχείου επισκέφθηκε την ανεξάρτητη Τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Αυτό είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό και ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός στην χιλιόχρονη ιστορία της  κοινωνίας μεταξύ Κιέβου και Κωνσταντινούπολης, της Εκκλησίας Μητέρας και Κόρης.

    Αυτή την πραγματικά ιστορική στιγμή, που γράφτηκε με χρυσά γράμματα στις καρδιές εκατομμυρίων Ουκρανών, οι Ρώσοι ιερείς που συμμετείχαν στη Σύνοδο προσπάθησαν να αμαυρώσουν με το «στίγμα» τους. Για αυτό αποκάλεσαν την επίσκεψη του Πατριάρχη ως «σοβαρή παραβίαση των θρησκευτικών Κανόνων». Μια τέτοια παραβίαση είδαν τα στελέχη της Ρωσικής Εκκλησίας στην απουσία πρόσκλησης από την Κεφαλή της Ρωσικής Εκκλησίας Πατριάρχη Κύριλλο (Γκουντιάγιεβ) και τον υποκτακτικό του -παράλληλα επικεφαλής του παραρτήματός της Ρωσικής Εκκλησίας στην Ουκρανία- Μητροπολίτη Ονούφριου (Μπερεζόφσκι). 

    «Να αναγνωρίσουν την άφιξη στο Κίεβο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου με τους συνοδούς του χωρίς πρόσκληση του Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονούφριου και των νόμιμων ιεραρχών της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως σοβαρή παράβαση των κανόνων και συγκεκριμένα του 3ου Κανόνα της Σαρδικής Συνόδου και του 13ου Κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας» αναφέρει στην πρώτη παράγραφο του προαναφερόμενου τόμου (αρ. 60) των πρακτικών.

    Ωστόσο αυτή η «αναγνώριση» μαρτυρά όχι την παραβίαση των Εκκλησιαστικών Κανόνων από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο αλλά για μια ακόμα απόδειξη ότι η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας ζει σε ένα δικό της -φαντασιακό- κόσμο, σε κάποια παράλληλη χρονική πραγματικότητα, από την οποία χάθηκαν δύο ολόκληρα χρόνια, το 2018 και 2019. Αξίζει να αποκαλύψει κάποιος στα μέλη της ρωσικής Συνόδου ότι ακριβώς σε αυτό το διάστημα δημιουργήθηκε στην Ουκρανία Τοπική Εκκλησία, με νόμιμο προκαθήμενο τον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Επιφάνιο, ο οποίος σύμφωνα με τους συνοδικούς κανόνες είναι εκείνος που κάλεσε τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην Ουκρανία. Με αυτό τον τρόπο δεν υπήρξε καμία παραβίαση των Κανόνων όσον αφορά την επίσκεψη Βαρθολομαίου.

    Ωστόσο, το Πατριαρχείο Μόσχας δεν θέλει να το συνειδητοποιήσει, αλλά επινοεί τέτοιες παράλογες, τόσο από άποψης Εκκλησιαστικών Κανόνων όσο και από άποψη κοινής λογικής, αποφάσεις και με αυτό τον τρόπο το μόνο που καταφέρνει είναι να γελοιοποιήσει τον εαυτό του.

    Το Πατριαρχείο Μόσχας αγνοεί τις δικαιοδοσίες του

    Άλλο σημείο αυτών των πρακτικών (εκτός από μία ακόμα απόδειξη της απομάκρυνσης της Ρωσικής Εκκλησίας από την πραγματικότητα) δείχνει την υπέρβαση των Κανονικών (βάσει Ιερών Κανόνων) αρμοδιοτήτων των Ρώσων ιεραρχών. Καθώς εκείνοι αποφάσισαν να «καταδικάσουν τις συνεχιζόμενες αντι-Κανονικές ενέργειες του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες στοχεύουν στην καταστροφή της ενότητας της Ορθοδοξίας». Η συγκεκριμένη διατύπωση γεννά το εξής ερώτημα: «Με ποια αρμοδιότητα η ρωσική Ιερά Σύνοδος καταδικάζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη, προκαθήμενο άλλης Τοπικής Εκκλησίας;»

    Είναι σαφές ότι η Ρωσική Εκκλησία α πριόρι δεν έχει κανένα δικαίωμα να καταδικάζει τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Εκτός από το αυτονόητο, υπάρχουν ορισμένοι λόγοι -για αυτό- που πρέπει να επισημανθούν.

    Πρώτον, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους αλλά είναι προκαθήμενος άλλης Τοπικής Εκκλησίας, και για αυτό μπορεί να κριθεί παρά μόνο από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Κατά δεύτερον, όπως μαρτυρά η ιστορία, ορισμένοι πατριαρχες και ακόμα και πρεσβύτεροι κρίθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους. Αντίθετα, όπως είναι γνωστόν, η προσπάθεια να συγκαλέσουν μια τέτοια Σύνοδο μετατράπηκε σε θέατρο του παραλόγου και όνειδος για τη Ρωσική Εκκλησία.

    Η κατηγορία για υποτιθέμενες «ενέργειες παραβίασης της ενότητας της Ορθοδοξίας» δεν είναι παρά μια κατασκευή των Ρώσων ιεραρχών. Καθώς όπως έχω ήδη γράψει σε παλαιότερη δημοσίευση, υπαίτειος του «σχίσματος» είναι η ίδια η Ρωσική Εκκλησία. Θυμίζω ότι κανείς, εκτός από την ίδια, δεν σταμάτησε την Κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα ορισμένοι ιεράρχες άλλων Τοπικών Εκκλησιών, οι οποίοι υποστηρίζουν τις ρωσικές θέσεις, χάνουν την ευχαριστιακή Κοινωνία με την ιεραρχία τους, γεγονός που επίσης αποδεικνύει ότι κανένα «σχίσμα» στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει. Μόνο η εκκλησιαστική Μόσχα, η οποία απομακρύνει τον εαυτό της από την παγκόσμια Ορθοδοξία.

    Το επόμενο κομμάτι των πρακτικών εκτός από γέλιο δεν προκαλεί κανένα άλλο συναίσθημα. Για να το διαπιστώσει κανείς πρέπει απλώς να το διαβάσει προσεκτικά. «Να σημειωθεί ο καθαρά πολιτικός χαρακτήρας της επίσκεψης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος φανερώνει την εξάρτησή του από δυνάμεις έξωθεν της Εκκλησίας». Και το λένε αυτό εκείνοι που δεν μπορούν να κάνουν ούτε βήμα χωρίς την έγκριση του Κρεμλίνο. Είναι κάτι που δεν χρειάζεται καν περαιτέρω σχολιασμό.

    Ωστόσο δεν τελειώνουν εδώ τα «μαργαριτάρια» του συγκεκριμένου τόμου των πρακτικών και λίγο πιο κάτω τα μέλη της Συνόδου αποφάσισαν να υποδείξουν στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο τα «εγκλήματα κατά των Θρησκευτικών Κανόνων» που δήθεν διέπραξε και συγκεκριμένα την «υποστήριξη του σχίσματος και την κοινωνία με αποκαλούμενους ως μη – Κανονικούς αρχιερείς». Άλλα μια επινόηση ιεραρχών της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία μαρτυρά πως είναι χαμένοι στο χρόνο. Καθώς όπως είναι γνωστό, η ρύθμιση του καθεστώτος των επισκόπων της Ουκρανικής Εκκλησίας -σε σχέση με τους Εκκλησιαστικούς Κανόνες- είχε γίνει από το 2018. Για αυτό, η συγκεκριμένη κατηγορία είναι αβάσιμη. Μια τέτοια κατηγορία δεν διατυπώθηκε τυχαία καθώς εμπεριέχει έναν κρυφό στόχο. Και αυτός, όπως είναι εύκολο να υποθέσουμε, είναι η «καταδίκη» του Πατριάρχη Βαρθολομαίου και ο χαρακτηρισμός του ως «αιρετικού».

    Οι «κρυφοί λόγοι» της «επιστημονικής διάσκεψης»

    Αυτός είναι ο λόγος της διεξαγωγής από τη Ρωσική Εκκλησία επιστημονικής διάσκεψης «Παγκόσμια Ορθοδοξία: Πρωτοκαθεδρία και καθολικότητα υπό το πρίσμα του ορθοδόξου δόγματος». Σε αυτή τη διάσκεψη επιχείρησαν να βρουν τις θεολογικές βάσεις πάνω στις οποίες θα επιχειρήσουν να υλοποιήσουν τα κακόβουλα σχέδιά τους, ενδεχομένως στην Αρχιερατική Σύνοδο του Νοεμβρίου. Τώρα, με τέτοιες διατυπώσεις, επιχειρούν να δοκιμάσουν τις αντιδράσεις των άλλων Εκκλησιών και πρωτίστως της ίδιας της Κωνσταντινούπολης.

    Η διάσκεψη ήταν στην πραγματικότητα η εισαγωγή ενώ η Σύνοδος – πρώτη πράξη της παράστασης που έστησε η Ρωσική Εκκλησία. Θα ακολουθήσει και άλλη πράξη, με την συζήτηση των θεμάτων που έχουν διατυπώσει και σύντομα θα δούμε την κύρια πράξη της παράστασης: Την προσπάθεια αρπαγής της πρωτοκαθεδρίας στην Ορθοδοξία. Για αυτό και στην συνέχεια των πρακτικών της πρόσφατης Ιεράς Συνόδου αναφέρεται ότι η Κωνσταντινούπολη δεν μπορεί να εκπροσωπεί την παγκόσμια Ορθοδοξία και να αποκαλείται ηγέτης της.

    Αξίζει να σταθούμε περισσότερο σε αυτό το απόσπασμα των πρακτικών: «Έχοντας υποστηρίξει το σχίσμα στην Ουκρανία, έχασε την εμπιστοσύνη εκατομμυρίων πιστών. Σε συνθήκες όπου η πλειοψηφία των Ορθοδόξων πιστών στον κόσμο δεν είναι σε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, δεν έχει πλέον το δικαίωμα να μιλήσει εξ ονόματος όλης της παγκόσμιας Ορθοδοξίας και να εκπροσωπήσει τον εαυτό του ως ηγέτη της».

    Η Μόσχα διατύπωσε «επίσημα» τις βλέψεις της

    Ειδικά αυτό το σημείο προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον των θρησκευτικών αναλυτών και των θεολόγων καθώς για πρώτη φορά διατυπώθηκαν επίσημα -και όχι απλώς σε δηλώσεις ορισμένων εκπροσώπων- τα σχέδια της Μόσχας για αρπαγή της πρωτοκαθεδρίας. Διατυπώθηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο – από ένα εκ των ανώτατων διοικητικών οργάνων της Ρωσικής Εκκλησίας. Και αν οι βλέψεις αυτές δεν αποτελούν κάτι νέο, ωστόσο τώρα μπήκαν σε ένα νέο στάδιο.

    Είναι γνωστό σε πολλούς ότι η Μόσχα εδώ και αιώνες προσπαθεί να πάρει την πρώτη θέση στο ορθόδοξο δίπτυχο. Μοναδικό της επιχείρημα για αυτές τις βλέψεις είναι ο αριθμός των πιστών της. Και αυτή η φορά δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα αριθμητικά δεδομένα, βάση της λογικής τους, είναι ένας από τους βασικούς δείκτες της Ορθοδοξίας.

    Η ιστορία της Εκκλησίας ωστόσο δείχνει το αντίθετο. Καθώς, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου η πλειοψηφία ήταν αιρετικοί ενώ οι πραγματικοί πιστοί παρέμειναν στη μειοψηφία. (Ακόμα και τα ίδια τα φερέφωνα της Ρωσικής Εκκλησίας θυμούνται αυτά τα γεγονότα της εκκλησιαστικής ιστορίας όταν αυτό τους συμφέρει). Για αυτό ο αριθμητικός παράγοντας δεν ήταν ποτέ ένδειξη γνησιότητας. Αντίθετα η ίδια η αλήθεια ήταν δείκτης για την Ορθοδοξία. Συχνά η αλήθεια μειοψηφούσε αριθμητικά ωστόσο πάντα κέρδιζε. Αυτό είναι ένα γεγονός που δεν αμφισβητείται. 

    Τώρα το Πατριαρχείο Μόσχας εισάγει νέα αντίληψη στην ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως το ότι ο αριθμητικός παράγοντας είναι ένδειξη αληθείας. Ουσιαστικά πρόκειται για νέα αίρεση. Την ώρα που η Ρωσική Εκκλησία κατηγορεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο για στρέβλωση της εκκλησιολογίας, το ίδιο τη στρεβλώνει εισάγοντας ξένους παράγοντες σε αυτήν.

    Επιπλέον, είναι μάλλον περίεργο να ακούμε για την «πλειοψηφία των Ορθοδόξων πιστών» που δήθεν «δεν έχουν κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη και εξαιτίας αυτού η ίδια η Κωνσταντινούπολη δεν έχει το δικαίωμα να αποκαλείται ηγέτης τους». Αυτή η δήλωση έρχεται σε αντίθεση τόσο με τη ίδια τη ρητορική του Πατριαρχείου Μόσχας όσο και με την ιστορία του τίτλου «Οικουμενικό Πατριαρχείο». Υπενθυμίζεται ότι η Κωνσταντινούπολη έλαβε αυτόν το τίτλο, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όχι λόγω της υποστήριξης ή της ψήφου της πλειοψηφίας των Ορθοδόξων, αλλά λόγω της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης και των Ορθοδόξων κανόνων, που της έδωσαν το προνόμιο να φροντίζει την Ορθοδοξία. 

    Εντυπωσιάζει η κατά το δοκούν διαχείριση αυτής της άποψης περί της αποκαλούμενης πληθυσμιακής υπεροχής ορθοδόξων πιστών, τους οποίους -για κάποιον λόγο- η Ρωσική Εκκλησία χρεώνει στον εαυτό της. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που επιχειρείται χειραγώγηση με τη χρήση αυτού του «επιχειρήματος». Να θυμίσω ότι κατά τον εορτασμό 10 ετών από την ενθρόνιση του Πατριάρχη Κύριλλου η Ρωσική Εκκλησία δήλωσε ότι έχει περί των 150 εκατομμυρίων πιστών.

    Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο αριθμός περιλαμβάνει σχεδόν όλους τους κατοίκους χωρών που το Πατριαρχείο Μόσχας θεωρεί κανονικό έδαφός του. Απέχει βέβαια πολύ από την πραγματικότητα καθώς δεν είναι όλοι τους ορθόδοξοι. Ο συγκεκριμένος αριθμός είναι συνειδητά αυξημένος, με σκοπό να επιτευχθεί ακριβώς ο ίδιος στόχος: Να πληγεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βέβαια, ακόμα μια φορά θέλω να τονίσω ότι ένα τέτοιο επιχείρημα είναι ξένο προς την Ορθοδοξία αλλά όχι για τη Μόσχα, η οποία το θεωρεί ως ένδειξη της δύναμης και του δίκιου της. Και για αυτό, βάσει λογικής της Ρωσικής Εκκλησίας, εκείνη είναι η μόνη σωστή και Κανονική Εκκλησία και όποιος δεν είναι μαζί της βρίσκεται έξω από την Ορθοδοξία. Και επίσης ότι για όλα αυτά ευθύνεται η Κωνσταντινούπολη. 

    Ένα «σχίσμα» που επαναλαμβάνεται μετά από αιώνες

    Για αυτό λίγο πιο κάτω στο κείμενο των πρακτικών της Συνόδου αναφέρεται σχετικά με επιβεβαίωση της πίστης του «Πατριαρχείου Μόσχας στις αρχές του Κανονικού Δικαίου και γενικά αποδεκτών αρχών διορθόδοξης συνεργασίας, η διατηρούμενη ανοικτότητα του στην πανορθόδοξη συζήτηση της διαμορφωμένης κατάσταση στην παγκόσμια Ορθοδοξία». Ενώ όλη αυτή η ευθύνη για το δήθεν «χτύπημα στην ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας βαρύνει αποκλειστικά τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ως αποτέλεσμα αντι-Κανονικών του πράξεων».

    Με αυτό τον τρόπο αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη του γεγονότος ότι συγκεκριμένα η Μόσχα διαταράσσει την εκκλησιαστική ηρεμία, επιχειρώντας να πραγματοποιήσει το αποκαλούμενο σχίσμα, την ευθύνη του οποίου θέλει να επανωθέσει στην Κωνσταντινούπολη. Μια τέτοια λογική δεν είναι καινούρια για τη Ρωσική Εκκλησία. Με ένα τέτοιο σενάριο κινήθηκαν το 1448, όταν αυτόβουλα αποσχίστηκαν από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και ανακήρυξαν την αυτοκεφαλία τους.

    Να θυμίσω ότι και τότε με τον ίδιο τρόπο κατηγόρησαν την Κωνσταντινούπολη για αίρεση, εξαιτίας της οποία θεώρησαν αδύνατο να παραμείνουν στην δικαιοδοσία της. Αντίθετα, με τέτοιες ενέργειες βρέθηκαν για 141 χρόνια σε πλήρη απομόνωση, σε σχίσμα με την παγκόσμια Ορθοδοξία. Πόσο θα κρατήσει η τωρινή απομόνωση της Μόσχας θα το μάθουμε εν καιρώ. 

    Έτσι, συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, πρέπει να σημειωθεί ότι με αυτές τις αποφάσεις η εκκλησία της Μόσχας πραγματοποίησε μια πρόβα για την εφαρμογή των ύπουλων σχεδίων της. Πραγματοποιούν σταδιακά τα κακόβουλα σχέδιά τους για την καταδίκη της Κωνσταντινούπολης και την αρπαγή της πρωτοκαθεδρίας. Αυτό που είδαμε τις προάλλες στην Ιερά Σύνοδο είναι ενός είδους επίδειξη δύναμης ενόψει της επερχόμενης Αρχιερατικής Συνόδου. Η Ρωσική Εκκλησία επιχειρεί να τρομοκρατήσει την Κωνσταντινούπολη και τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες. Το τι θα γίνει τελικά στην Σύνοδο του Νοεμβρίου θα το δούμε όταν έρθει η ώρα αλλά μπορούμε από σήμερα να υποθέσουμε ότι τίποτα, εκτός από ντροπή, δεν θα φέρει για το Πατριαρχείο Μόσχας. Γιατί καμία από τις Τοπικές Εκκλησίες δεν πρόκειται να ακολουθήσει τον σωβινιστικό ιμπεριαλισμό της Μόσχας.

    Του Ολεξάντρ Εφρέμενκο, θεολόγου

    Πρόσφατα

    Δημοφιλή