Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
More

    «PRO et CONTRA» και επίσης «META-» για το θέμα του καθεστώτος της Οκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας

    του Volodymyr Telizhenko, θεολόγου

     

    «I may be straight though they themselves be bevel».

    Sonnet 121 (William Shakespeare)

    Ίσως αξίζει να ξεκινήσουμε με την προσωπική ιστορία, που ήταν και η αφορμή, για να γραφτεί όλο αυτό το κείμενο.

    Στις 20 Απριλίου στο μονοπάτι κοντά στην εκκλησία του Οσίου Αγαπητού στη Λαύρα των Σπηλέων Κιέβου συνάντησα τον Μητροπολίτη Ονούφριο, ο οποίος είχε φτάσει για τη Θεία Λειτουργία. Αφού τον χαιρέτησα, ένας άντρας από τη συνοδεία του Προκαθημένου, αφού εκείνος με ευλόγησε και προσπέρασε, γύρισε προς το μέρος μου και είπε με όλη την ανευθυνότητα:

    – «Λένε, ότι ετοιμάζεις ένα σχίσμα…»

    Απάντησα:

    – «Μην πιστεύετε κάθε φήμη αλλά δοκιμάστε τις φήμες, αν είναι από τον Θεό!»

    Είμαι σίγουρος, ότι αυτός και όλοι οι παρευρισκόμενοι έπιασαν την ανάμνηση του 1 Ιω. 4:1…


    Υπάρχουν, πιθανώς, πολλοί λόγοι να παραμείνουν όσοι θέλουν (και είναι και πολλοί) δομικά υποταγμένοι στο Πατριαρχείο Μόσχας. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι λόγοι, όποιοι και αν είναι, δεν είναι θεολογικοί ούτε κανονικοί και, νομίζω, ούτε ηθικοί.


    Ποτέ δεν έχω δηλώσει δημόσια τη θέση μου. Και, επίσης, ποτέ δεν την έκρυβα, όταν σε ιδιωτικές συνομιλίες με ρωτούσαν απευθείας. Έτσι, αναγκαστικά να το κάνω αυτό προκαλούμενος, αφενός, από την παραπάνω ερώτηση και, αφετέρου, από τακτικά αιτήματα να υπογράψω ή απλώς να συμφωνήσω με τη μία ή την άλλη θέση, που σχεδόν όλες από αυτές ουσιαστικά δηλώνουν ένα και μόνο πράγμα: Χρειαζόμαστε το αυτοκέφαλο (όσο και διαφορετικά να εννοείται αυτή η λέξη σε μια συγκεκριμένη εφαρμογή: Είτε ως αυτοκεφαλία «από την» υπάρχουσα εκκλησιαστική-διοικητική δομή, δηλ. το Πατριαρχείο Μόσχας, είτε απλά ως «ξεχωριστή» ύπαρξη της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ΟΟΕ) «για την» αυτοδιοίκησή της σε διοικητική βάση). Λοιπόν, η βαθιά μου πεποίθηση είναι, ότι ανεξάρτητα από το πώς καταλαβαίνουμε το αυτοκέφαλο, αυτό δεν είναι μόνο αδιέξοδο, αλλά και καταστροφικό μονοπάτι για την ΟΟΕ σε αυτή τη φάση.


    Το αυτοκέφαλο δεν είναι μόνο αδιέξοδο, αλλά και καταστροφικό μονοπάτι για την ΟΟΕ του Πατριαρχείου Μόσχας.


    Θα τηρήσω μια επιφύλαξη: Όταν λέω η ΟΟΕ, δεν εννοώ την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία ως κράτος, που σήμερα εκπροσωπείται από δύο κύριες δομές, αλλά την ΟΟΕ ως εκκλησιαστική-διοικητική δομή. Δηλαδή την ΟΟΕ «ΠΜ» (Πατριαρχείου Μόσχας), όπως συνηθίζεται να λέγεται. Και μια τέτοια επιφύλαξη είναι αναγκαστική και πολύ σημαντική. Διότι οι περισσότεροι από εμάς τείνουμε να κάνουμε ένα απόλυτο λάθος να ταυτίζουμε την Εκκλησία καθ’ εαυτή με τις εκκλησιαστικές-διοικητικές δομές, που είναι μόνο ένας από τους τρόπους εκδήλωσης της Εκκλησίας, αλλά δεν είναι η ίδια Εκκλησία κατά τη φύση της. Αυτές, όσο αρχαίες ή «εγγενές» και αν είναι για εμάς, είναι μόνο ένας τρόπος για να διαχειριστούμε λίγο-πολύ αποτελεσματικά τις δραστηριότητες της Εκκλησίας στον τόπο και στον χρόνο της.


    Η ταύτιση της Εκκλησίας ως προς τη φύση της με τις εκκλησιαστικές-διοικητικές δομές (τα Πατριαρχεία, οι λεγόμενες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες) είναι ένα απόλυτο λάθος.


    Αυτή η ταύτιση οδηγεί σε σοβαρές μεταμορφώσεις συνείδησης και αντίληψης. Για παράδειγμα, το να πούμε, οτι 

    «Εμείς [δηλ. ΟΟΕ, κρίνοντας από το πλαίσιο – Volodymyr Telizhenko] είμαστε υπό την ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή του Θεού. Και αυτό είναι το βασικό και απόλυτο πλεονέκτημά μας. Χρησιμοποιώντας αυτό το πλεονέκτημα η Εκκλησία του Χριστού επέζησε επί Νέρωνα και Διοκλητιανού, πέρασε από τις περιόδους των αυτοκρατοριών, επιβίωσε υπό τους Μπολσεβίκους και τους Σοβιετικούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η Εκκλησία μας θα επιβιώσει και από αυτόν τον πόλεμο, και αυτή τη φορά, και από αυτήν την πίεση. Οι καρδιές και οι ελπίδες της πλειονότητας των πιστών της ΟΟΕ ήταν πάντα στραμμένες κυρίως στην αιωνιότητα και όχι στη γη, σε αντίθεση με τους «ομολογιακούς αντιπάλους» μας. Για αυτό, η συντριπτική πλειοψηφία των πιστών μας δεν είναι τόσο επιρρεπής στις επιρροές των επίγειων γεγονότων και των κατακλυσμών όσο εκπρόσωποι άλλων «εκκλησιαστικών» δομών. Αυτός, που ελπίζει στον Θεό, που σκέφτεται την αιωνιότητα, τα βλέπει όλα διαφορετικά. Επομένως, η Εκκλησία μας προστατεύεται από τον Κύριο. Αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν, όσοι παλεύουν μαζί μας. Πόσες φορές μας έχουν πει: «Δεν θα μείνετε για πολύ καιρό, ετοιμαστείτε να εξαφανιστείτε». Ακόμη και τα τελευταία 30 χρόνια, το έχουμε ακούσει αυτό πολλές φορές. Και λίγο πριν από αυτό, ο Χρουστσόφ υποσχέθηκε να δείξει τον τελευταίο από εμάς στην τηλεόραση. Έτσι θα ήταν, αν δεν ήταν ο Θεός Φύλακας και Πρόνοιά μας».

    Σε αυτά τα λόγια από τα χείλη ενός μορφωμένου ιεράρχη, του Μητροπολίτη Τσερκάσυ κ. Θεοδόσιου (από το σχόλιο του για την «Ένωση Ορθοδόξων Δημοσιογράφων» στις 16 Μαρτίου του 2022), υπάρχει ακριβώς μια τέτοια ταύτιση της Εκκλησίας με τις εκκλησιαστικές δομές, που από μόνη της αγνοεί την αλήθεια της ιστορίας, ότι δηλ. ολόκληρες ακμάζουσες Τοπικές Εκκλησίες εξαφανίστηκαν από προσώπου της γης (για παράδειγμα, η Εκκλησία της Καρχηδόνας, η Εκκλησία της Καππαδοκίας, οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, λεγόμενες «Εκκλησίες της Αποκάλυψης») και την αλήθεια της Γραφής, όταν δηλ. ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέει «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία Μου και οι πύλες του Αδη δεν θα υπερισχύσουν εναντίον της» (Μτ. 16:18), το λέει για την Εκκλησία ως το σώμα Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου (Εφ. 5:23), και όχι για τις εκκλησιαστικές δομές, και πολύ περισσότερο όχι για την ΟΟΕ ως μέρος της ΡΟΕ (Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας). Πρέπει να σημειωθεί, φυσικά, ότι ο Σεβ. Θεοδόσιος, αναμιγνύοντας την Εκκλησία ως Μυστήριο με την Εκκλησία ως διοικητική δομή, δεν αναφέρεται ρητά σε αυτό το απόσπασμα – αυτό είναι μόνο δική μου ερμηνεία, αλλά είναι δικαιολογημένη. 

    Η κύρια προϋπόθεση για να τεθεί ο βαθμός των επισκόπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (ΟΕΟ) σε εισαγωγικά σε άλλα κείμενα σε ιστοσελίδες, που αντικατοπτρίζουν τη θέση της ιεραρχίας και των λαϊκών της ΟΟΕ του Πατριαρχείου Μόσχας, ή για να αποκαλείται εκεί ο Προκαθήμενος της ΟΕΟ με το επίθετο του, είναι η απόλυτη πεποίθηση, ότι δεν έχουν την Ιερωσύνη. Δεν θεωρώ εφικτό εδώ και τώρα να αναλύσω λεπτομερώς αυτήν την πραγματικότητα για την ΟΟΕ. 


    Οι κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν γνωρίζουν την αφαίρεση της ιεροσύνης με την έννοια «απόλυτης στέρησης».


    Οι κανόνες της Εκκλησίας γνωρίζουν αποκοπή από την κοινωνία, χωρισμό από την Εκκλησία, καθαίρεση, παύση της Ιεροσύνης (που είναι στέρηση του αξιώματος της Ιεροσύνης όχι όμως «στέρηση» ως αφαίρεση) και δεν γνωρίζουν καθόλου τη λέξη, που θα μπορούσε αναμφίβολα να μεταδοθεί από την πρωτότυπη για τους κανόνες ελληνική γλώσσα ως «αφαίρεση της Ιεροσύνης». Και αυτό, διότι οι Πατέρες της Εκκλησίας καθοδηγήθηκαν από θεολογικά και όχι νομικά κριτήρια, ένα από τα οποία είναι η σαφής διάκριση, ανάμεσα στο πού είναι η ζωή της Εκκλησίας ως Μυστηρίου και πού είναι η δραστηριότητα των εκκλησιαστικών δομών ως οργάνωσης. Προτεραιότητα για αυτούς ήταν η ενότητα της πίστης (πρώτα από όλα στην Αγία Τριάδα και στην ενανθρώπηση του Υιού του Θεού), και όπου χωριστήκαμε κυρίως (και ακόμη περισσότερο – «μόνο») ως διοικητική ενότητα, με την επιστροφή των εκπτώτων στη διοικητική αυτή ενότητα (που στην περίπτωση αυτή συμπίπτει με την επιστροφή στην Εκκλησία) οι Πατέρες δεχόντουσαν το Μυστήριο του Βαπτίσματος και το Μυστήριο της Χειροτονίας χωρίς εκ νέου ιεροπραξία αυτών των Μυστηρίων, ακόμα και αν είχαν ήδη τελεστεί από τη δεύτερη ή την τρίτη γενιά μετά το σχίσμα. Το μαρτυρεί η εκκλησιαστική ιστορία. Καθώς και η πρακτική της Εκκλησίας: Ο Μέγας Βασίλειος μοιραζόταν τρεις τρόπους υποδοχής στην Εκκλησία, κάτι, που θα ήταν αδιανόητο, αν μετά το σχίσμα και τις Εκκλησιαστικές κυρώσεις κατά τους διδασκάλους του σχίσματος, ακόμα και τους αιρεσιάρχες, το μυστηριακό ιερατικό αξίωμα μπορούσε «να αφαιρεθεί». Η αναγνώριση σε μια τέτοια περίπτωση Βαπτίσματος και Χειροτονίας σχισματικών και ακόμη και αιρετικών, που επιστρέφουν στην εκκλησιαστική κοινωνία (αυτό συνέβη, για παράδειγμα, όταν οι εικονομάχοι, που καταδικάστηκαν από την 7η Οικουμενική Σύνοδο επέστρεφαν σταδιακά στην Ορθοδοξία), θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια τη σωτηρία των ανθρώπων, για την οποία ακριβώς και υπάρχει η Εκκλησία. Μια τέτοια αναγνώριση Βαπτίσματος και Χειροτονίας θα ήταν αδύνατη ακόμη και με το πρόσχημα του «κατ’οικονομίαν», αν η Εκκλησία ομολογούσε πράγματι, ότι αυτοί, που παραλήφθηκαν, δεν βαφτίστηκαν και δεν ήταν ιερείς/επίσκοποι. 


    Η Εκκλησία πολλές φορές δέχθηκε στην κοινωνία όχι μόνο τους σχισματικούς, αλλά ακόμα και τους αιρετικούς σε οικείο τους εκκλησιαστικό βαθμό.


    Αρκεί να ανοίξουμε το Βιβλίο των Κανόνων, για να βεβαιωθούμε, ότι η Εκκλησία όχι μόνο έχει επανειλημμένα δεχτεί σχισματικούς και ακόμη και αιρετικούς στον οικείο τους εκκλησιαστικό βαθμό (τα ιστορικά στοιχεία μπορεί να μην είναι γνωστά ή να αμφισβητούνται), αλλά έχει, επίσης, προβλέψει άμεσους και έμμεσους κανόνες, που επιτρέπουν να γίνει αυτό. Και πάλι, αυτό δεν θα ήταν δυνατό για κανένα λόγο, εάν η Εκκλησία δεν πίστευε, ότι με την αποδοχή αυτών των τέκνων της, που επιστρέφουν πίσω στην πλήρη κοινωνία της, δέχεται αληθινά ιερείς/επισκόπους. Θα υπήρχε μόνο ένας κανόνας: Να βαπτίζονται και να χειροτονούνται, όσοι βαπτίστηκαν και χειροτονήθηκαν εκτός των εκκλησιαστικών διοικητικών δομών, είτε είναι αιρετικοί είτε σχισματικοί. Το γεγονός ότι η Εκκλησία το έκανε αυτό μερικές φορές (ξαναχειροτονούσε μερικούς που εξέπεσαν από την κοινωνία, όχι όμως όλους και όχι πάντα,) είναι ακριβώς η χρήση της αρχής της «οικονομίας» και της «ποιμαντικής σκοπιμότητας» προς την κατεύθυνση της επιδείνωσης των δυνατοτήτων, που παρέχουν οι κανόνες, σε αντίθεση προς την «τέρψη», όπως συνηθίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την «οικονομία» σήμερα. Η συγκατάβαση μπορεί να είναι όχι μόνο προς εκείνους, που έχουν εκπέσει, αλλά και προς εκείνους, που παραμένουν στην ενότητα (και καταρχήν σε αυτούς!), αυτοί δεν είναι πάντα έτοιμοι να εφαρμόσουν το θεολογικό φρόνημα και προτιμούν τα νομικά ή ακόμα και συναισθηματικά πλαίσια σκέψης.


    Στην Εκκλησία την ιεραρχική προτεραιότητα έχουν τα δόγματα, μετά οι κανόνες και μετά μόνο το πως ψυχολογικά ή συναισθηματικά προσεγγίζουμε κάποιο θέμα.   


    Φυσικά, είναι ψυχολογικά δύσκολο να δεχθούμε, ότι έξω από την αναγνωρισμένη από όλους εκκλησιαστική-διοικητική δομή, την οποία συχνά ταυτίζουμε με την Εκκλησία καθ’ εαυτή, οι καταδικασμένοι επίσκοποι και ιερείς όχι μόνο διαφυλάσσουν αλλά και μεταφέρουν το ιερατικό τους αξίωμα. Και αυτό, πρώτα από όλα, αφορά σε αυτό, που είναι πολύ κοντά μας τόσο ιστορικά όσο και τοπικά – την ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Μπορώ να πω, ότι πάντα αποφεύγω να συζητάω στα πλαίσια της καθαρής ψυχολογίας. Είμαι πεπεισμένος, ότι στην Εκκλησία ιεραρχικά δίνεται προτεραιότητα στα δόγματα και ακολουθούν οι κανόνες. Με άλλα λόγια, πρώτα – το πώς ερμηνεύουμε το πρόβλημα από την θεολογική πλευρά, μετά – το πώς το κάνουμε από την πλευρά των Εκκλησιαστικών κανόνων, και μόνο τότε – το πώς συναισθηματικά προσεγγίζουμε αυτό το θέμα. Όσον αφορά την ιεραρχία της ΟΕΟ, όπως νομίζω, υπάρχουν δύο προφανή προβληματισμοί από την πλευρά της ΟΟΕ: Η αποστολική της διαδοχή και η συναισθηματική στάση της ιεραρχίας, του κλήρου και του λαού της ΟΟΕ προς αυτήν την εκκλησιαστική-διοικητική δομή όπως εκδηλώθηκε και εκδηλώνεται.


    Όταν μιλάμε για τις μυστηριακές πραγματικότητες της Εκκλησίας αναγκαστικά πρέπει να τα αφήσουμε στην άκρη τα συναισθήματα μας και να μιλήσουμε με το συναίσθημα της αληθείας της Εκκλησίας και της αλήθειας του Θεού.


    Είναι δύσκολο να διαχειρίζεται κανείς τις θεολογικές κατηγορίες ή τις κατηγορίες του Κανονικού Δικαίου με αυτόν, που ξυλοκοπήθηκε, αλλά δεν χτυπούσε ο ίδιος, με αυτόν, από τον οποίο  αφαίρεσαν την ενοριακή του περιουσία, αλλά δεν αφαιρούσε από κανέναν τίποτα ο ίδιος, με αυτόν, που ως παιδί τον κρέμασαν απο τα πόδια πάνω από ενα ποτάμι και ζήτησαν να μεταφέρει στον ιερέα πατέρα του, ότι, αν συνεχίσει να ΥΠΕΡασπίζεται το Πατριαρχείο Μόσχας, τότε το παιδί του θα ΚΑΤΑδυθεί (πραγματική ιστορία από το στόμα αυτού του παιδιού, που είναι τώρα ιερέας της ΟΟΕ). Τα συναισθήματα είναι η μόνη, ίσως, αλήθεια, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εφόσον είναι η απόλυτη υποκειμενική αλήθεια «γιατί έτσι». Ωστόσο, όταν μιλάμε για τις μυστηριακές πραγματικότητες της Εκκλησίας (όπως, στην περίπτωση μας, την εγκυρότητα των Χειροτονιών και, ακόμη περισσότερο, του Βαπτίσματος στη ΟΕΟ), αναγκαστικά πρέπει να τα αφήσουμε στην άκρη τα συναισθήματά μας και να μιλήσουμε διά αυτόν, που είναι τα «ΜΕΤΑ-συναισθήματα», δηλαδή, με την αίσθηση της αληθείας της Εκκλησίας και της αλήθειας του Θεού.

    Υπό αυτήν την έννοια, θα ήταν απόλυτη αλήθεια να πούμε, τι ακριβώς θέλει ο Θεός (αυτό το εξέφρασε ο ίδιος ο Χριστός στην προσευχή Του στον κήπο της Γεθσημανής πριν από τα Πάθη Του, πρβλ. Ιω. 17:21) – την ενότητα των μαθητών Του. Δηλαδή την ενότητα της Εκκλησίας.


    ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Ιω. 17:21


    Από αυτήν την άποψη, αξίζει να θυμηθούμε την αντιπαράθεση μεταξύ του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος δεν είδε ποτέ τον Χριστό κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, και άλλων μαθητών του Σωτήρα, οι οποίοι άκουσαν, είδαν και άγγιξαν τον Ιησού (με κάποια φαντασία μπορούμε να βρούμε σύγχρονους παραλληλισμούς σε αυτό). Η σύγκρουση απεικονίζεται εν μέρει στο συναισθηματικό λογοτεχνικό ύφος και τις διατυπώσεις ορισμένων χωρίων από τις επιστολές του Αποστόλου Εθνών. Οι διαμάχες μέσα στην αποστολική κοινότητα οδήγησαν στην ανάγκη να συγκληθεί το 49 μ.Χ. η πρώτη σύνοδος της Εκκλησίας, η αποστολική. Και, παρόλο που οι μαθητές του Χριστού, ο Πέτρος και ο Ιάκωβος, στη Σύνοδο αυτή πήραν το μέρος του Παύλου, λίγο αργότερα στην Αντιόχεια μεταξύ των αποστόλων, τους οποίους σήμερα αποκαλούμε Πρωτοκορυφαίους, ξαναεμφανίστηκαν οι συγκρούσεις. Τελικά, η αλήθεια του Θεού ήταν ο κύριος στόχος όλων των συμμετεχόντων και μπόρεσαν να επιτύχουν την ενότητα του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, «ανεχόμενοι με αγάπη ο ένας τον άλλο και προσπαθώντας να διατηρούν με την ειρήνη, που τους συνδέει μεταξύ τους, την ενότητα, που δίνει το Άγιο Πνεύμα του Θεού» (πρβλ. Εφεσ. 4:2-3). Παρεμπιπτόντως, επικράτησε η άποψη του Αποστόλου Παύλου και όχι των δώδεκα αποστόλων. Παρά, όπως θα μας φαινόταν σήμερα, την εμφανή «ανισότητα» των πλευρών ως προς τη διαδοχή από τον ίδιο τον Χριστό.

    Οποιεσδήποτε αποφάσεις θα λάβει η ΟΟΕ, ως εκκλησιαστική-διοικητική δομή, θα έχουν αναπόφευκτα συνέπειες και θα επηρεάσουν δύο (μπορούμε να πούμε και τρεις) θεμελιώδεις αξίες, η ευθύνη μπροστά από τις οποίες δεν μπορεί να αγνοηθεί: Την ενότητα της μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας γενικά, και την ενότητα των Ορθοδόξων στην Ουκρανία (για κάποιο λόγο, δεν δηλώνεται τώρα ως άνευ όρων σκοπός από σχεδόν κανέναν στο σώμα της ιεραρχίας της ΟΟΕ). Και η τρίτη αξία, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αλλά κάπως απόμακρη, είναι η δομική ενότητα της ίδιας της ΟΟΕ.


    Οποιεσδήποτε αποφάσεις που θα λάβει (ή δεν θα λάβει) η ΟΟΕ θα επηρεάσουν: 

    -Την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας γενικά

    -Την ενότητα των Ορθοδόξων στην Ουκρανία

    και θα αντανακλούν και στην δικιά της εσωτερική ενότητα.


    Λαμβάνοντας υπόψη τις αντικειμενικές πραγματικότητες των προβληματισμών, που υπάρχουν για την ΟΟΕ σχετικά με την αποστολική διαδοχή της ιεραρχίας της ΟΕΟ, και της ψυχολογίας της στάσεώς της απέναντι ​στην ΟΕΟ, καθώς και της πραγματικής ηθικής αδυναμίας της ιεραρχίας της ΟΟΕ αποτελεσματικά να επικοινωνεί στο Εκκλησιαστικό κανονικό επίπεδο με τον Κυριάρχη της Πατριάρχη Μόσχας (αν και αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος μετά τη ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας και τη συμφωνία μαζί της από την πλευρά του Μόσχας Κυρίλλου, καθώς και της συντριπτικής πλειοψηφίας, όπως φαίνεται,  της ιεραρχίας, του κλήρου και του λαού της ΡΟΕ), ο μόνος κανονικά άψογος τρόπος, που δεν υποβάλλει και τις δύο αυτές θεμελιώδεις αρχές σε καταστροφικές συνέπειες, είναι για την ΟΟΕ η προσφυγή στον Οικουμενικό Πατριάρχη (το έκκλητον δηλ.), σύμφωνα με τον 9ο και 17ο κανόνα της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου, με αίτημα να αποδεχθεί την ΟΟΕ ως Εξαρχία υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μπορεί – με τα δικαιώματα μιας προνομιακής αυτονομίας, με τη διατήρηση όλων των δικαιωμάτων της, που υπάρχουν σε κανονική δικαιοδοσία υπαγωγής της στον Πατριάρχη Μόσχας.


    Η μόνη κανονικά άψογη λύση για την ΟΟΕ είναι η προσφυγή στον Οικουμενικό Πατριάρχη με το αίτημα να αποδεχθεί τις δομές της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως προσωρινή «κατά άκραν οικονομία» Εξαρχία. 


    Αυτό βέβαια είναι εφικτό μόνο με συνοδική απόφαση και με την κίνηση «από κάτω προς τα πάνω», δηλ. από την ΟΟΕ προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η αντίστροφη κίνηση θα είναι εξίσου καταστροφική όσο θεραπευτική μπορεί να είναι η ανοδική. Μια τέτοια ανερχόμενη συνοδική απόφαση, αναμφίβολα, την ίδια μέρα θα εγκριθεί και θα γίνει ευχαρίστως αποδεκτή από την απόλυτη πλειοψηφία των Τοπικών Εκκλησιών (εκτός φυσικά της Ρωσικής) και θα εξασφαλίσει την αδιάλειπτη ευχαριστιακή ενότητα της ΟΟΕ με αυτήν την Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, θα κάνει ταυτόχρονα ένα βήμα προς την επιθυμητή από τους ανθρώπους και τον Θεό ενότητα της Ορθοδοξίας στην Ουκρανία και ακόμη θα καταστήσει δυνατή όσο περισσότερο γίνεται τη διατήρηση της δομικής ενότητας της ΟΟΕ.

    Θα αφήσω πίσω από τις παρενθέσεις τις προφανείς πολυπλοκότητες αυτού του δρόμου: Η θεραπευτική του δράση μόνο στην περίπτωση αποδοχής από το αρχιερατικό σώμα της ΟΟΕ (τουλάχιστον από τους περισσότερους εξ αυτών), η εφαρμογή αυτού του δρόμου αποκλειστικά «από κάτω προς τα πάνω», η κανονική πολυπλοκότητα μεταξύ του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και της υπάρχουσας για αυτό κανονικής αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία, η αναδυόμενη πολιτική πολυπλοκότητα μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ουκρανικού Κράτους, που δηλώνει ξεκάθαρα, ότι «τα ζητήματα πίστης και γλώσσας δεν είναι επίκαιρα σε περίοδο πολέμου», ο οποίος, ωστόσο, μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σημειωτέων, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο αυτή τη στιγμή, με μεγάλη προσοχή, δεν προβαίνει σε καμία απολύτως ενέργεια στην Ουκρανία, αν και δεκάδες κληρικοί έστειλαν επιστολές στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας να τους αποδεχθούν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εκατοντάδες απευθύνθηκαν στον Έξαρχο του Οικουμενικού Πατριάρχη στο Κίεβο.


    Το προσωρινό status των παράλληλων δικαιοδοσιών στην Ουκρανία είναι το μόνο δυνατό υπό τις υπάρχουσες συνθήκες. 


    Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς της Εξαρχίας δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινό και «κατά άκραν οικονομία». Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί να γίνει μια μη βίαιη πλατφόρμα για την ΟΟΕ για την ταχεία θεολογική και εκκλησιαστική κανονική επεξεργασία των προβληματισμών σχετικά με την ιεραρχία της ΟΕΟ (που αντικειμενικά υπάρχει για την ΟΟΕ) προκειμένου στο άμεσο μέλλον να επιτευχθεί η δυνατότητα της συνοδικής απόφασης για την ενότητα. Εάν θα κριθεί απαραίτητο, με τη μεσολάβηση των Τοπικών Εκκλησιών.

    Και πάλι, το πιο σημαντικό: Αυτός ο δρόμος προϋποθέτει σεβασμό για το αρχετυπικά σημαντικό – την ενότητα της Εκκλησίας. Της Ορθόδοξης γενικά και της Ουκρανικής ειδικότερα. Δεν θα δημιουργήσει απειλή Ευχαριστιακού διχασμού των Ορθοδόξων σε όλον τον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την Ευχαριστιακή, και ενδεχομένως, διαχρονικά, την εκκλησιαστική-διοικητική ενότητα των Ορθοδόξων στην Ουκρανία. Δεν αγνοεί αντικειμενικό προβληματισμό, τόσο θεολογικά όσο και κανονικά και ψυχολογικά, που υπάρχει από την πλευρά της ΟΟΕ σε σχέση με την ΟΕΟ. Ακολουθεί το θέλημα και την επιθυμία του Θεού: «Να είναι όλοι ένα» (Ιω. 17:21).

    Υπάρχει η αίσθηση, ότι η ιεραρχία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι έτοιμη να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, διότι «η καρδιά της έχει σκληρύνει» (πρβλ. Εξ. 7:3-5). Φοβάμαι, ότι οποιοσδήποτε άλλος δρόμος, και ακόμη περισσότερο ο δρόμος της [αυτο]ανακήρυξης του αυτοκεφάλου, όπως και τώρα και ο δρόμος της διατήρησης της ενότητας με το Πατριαρχείο Μόσχας, είναι ο δρόμος των δέκα αιγυπτιακών τιμωριών και η απώλεια των πρωτότοκων (των καλύτερων κληρικών, θεολόγων, λαϊκών). Ομολογώ, ωστόσο, ότι η ιεραρχία ούτως ή άλλως θα κάνει ό,τι ο Θεός επιθυμεί, προσδοκά και τώρα απαιτεί από όλους μας – θα επιτύχει την ευλογημένη ενότητα με εκείνους, με τους οποίους δεν διχάζεται στα θέματα πίστεως.

    Υπάρχουν, πιθανώς, πολλοί λόγοι να παραμείνουν όσοι θέλουν (και είναι και πολλοί) δομικά υποταγμένοι στο Πατριαρχείο Μόσχας. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι λόγοι, όποιοι και αν είναι, δεν είναι θεολογικοί ούτε κανονικοί και, νομίζω, ούτε ηθικοί

    21/04/2022

    Volodymyr Telizhenko είναι απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Μόσχας, της Θεολογικής Σχολής του  Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από τον Αύγουστο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2022 διετέλεσε Διευθυντής του Συνοδικού Γραφείου Προσκυνηματικών Περιηγήσεων της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία λέγεται «Προσκυνηματικό Κέντρο»).

    ***

    Παράθεση αντί επιλόγου. Περί της ενότητας της Εκκλησίας.

    Αυτή η χαρακτηριστική ιστορία περιγράφεται σε μια επιστολή του πατρός Georgy Florovsky (1893-1979) προς τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896-1993, αγιοκατατάχθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 27 Νοεμβρίου 2019), που γράφτηκε το 1963:

    «Γνώρισα μερικούς από τους αντιπροσώπους της Μόσχας από κοντά. Δεν υπήρξαν παρεξηγήσεις, καθώς είμαι της ελληνικής «δικαιοδοσίας». Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Νικόδημος [προφανώς Ρότοφ – Volodymyr Telizhenko] με αναστάτωσε πολύ και με εξέπληξε με την ερώτηση του ιδιαιτέρως: «Δεν Σας στεναχωρεί, στα βάθη της ψυχής Σας, το γεγονός ότι δεν είστε στην Εκκλησία, στην οποία βαφτιστήκατε;» – Στην οποία μόνο απάντησα με έκπληξη: «Ποτέ δεν σκέφτηκα, ότι βαφτίστηκα στη «ρωσική Εκκλησία» και ότι τέτοια υπάρχει. Υπάρχει μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία.» Για αυτόν ήταν έκπληξη. Αυτή η υποτίμηση ή στην ουσία η λήθη της οικουμενικότητας ή της «καθολικότητας» της Ορθοδοξίας με σκανδαλίζει και με πληγώνει.»

    Οι εκκλησιαστικές-διοικητικές δομές, τις οποίες ονομάζουμε «αυτοκέφαλες Εκκλησίες», μπορεί να έχουν τα δικά τους συμφέροντα. Και είναι πάντα πολιτικά. «Εκκλησιαστικοπολιτικά» όπως λέμε. Αυτές που αντικατοπτρίζουν την πολιτική του τόπου και της εποχής τους. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος, που στην ιστορία πολύ συχνά υπάρχει η ανάγκη δημιουργίας νέων τέτοιων διοικητικών δομών σε νέες χώρες και αυτό είναι, ίσως, σχετικά φυσιολογικό. Αλλά η Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία, το σώμα του Χριστού είναι εκτός χρόνου και τόπου, και για Αυτήν πρέπει πρώτα από όλα να πονέσει κανείς, να ανησυχήσει για Αυτήν, διότι μόνο η ενότητά Της, η οικουμενικότητα και η «καθολικότητά» Της έχουν νόημα.

    Πρόσφατα

    Δημοφιλή