Ο επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας Πατριάρχης Κύριλλος (Γκουντιάγιεβ) εξίσωσε τον εαυτό του με τον Πάπα της Ρώμης. Αυτό μπορεί κανείς να συμπεράνει αν διαβάσει το ευχετήριο κείμενο του Κύριλλου προς τον Πάπα Φραγκίσκο με αφορμή τα 85α γενέθλια του Ποντίφικα.
Στο κείμενό του ο Κύριλλος υποστηρίζει ότι επάνω του και επάνω στον Πάπα της Ρώμης ως «προκαθημένους των δύο μεγαλύτερων χριστιανικών Εκκλησιών» εναπόκειται ειδική ευθύνη για την «μοίρα της ανθρωπότητας». Σύμφωνα με την άποψή του «αυτή η ευθύνη έχει παγκόσμια διάσταση», η οποία φέρεται να έγινε έγινε εμφανής κατά τη συνάντησή τους στην Αβάνα το 2016 και ενσωματώθηκε σε κοινή δήλωση, περισσότερο γνωστή ως Διακήρυξη της Αβάνας.
Μια τέτοια ξεκάθαρη διατύπωση είναι μια άλλη εκδήλωση των φιλοδοξιών εξουσίας τόσο του Κύριλλου όσο και ολόκληρης της Ρωσικής Εκκλησίας. Δεν είναι μυστικό ότι η Μόσχα επιχειρεί να γίνει η «Τρίτη Ρώμη» εδώ και αιώνες. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ερείσματα όσον αφορά τους Εκκλησιαστικούς Κανόνες ή ιστορικά για την πραγματοποίηση τέτοιων επιθυμιών.
Η διατύπωση που χρησιμοποιείται είναι χειριστική και το επιχείρημα είναι τουλάχιστον υπερβολικό. Ο Κύριλλος, σε αντίθεση με τον Πάπα, δεν είναι «κεφαλή» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά μόνο επικεφαλής μιας ξεχωριστής Τοπικής Εκκλησίας, που έχει τα κανονικά της όρια. Ενώ η Κανονική δικαιοδοσία του Πάπα έχει εξαπλωθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Επομένως, το μήνυμα της «παγκόσμιας διάστασης ευθύνης» ακούγεται μάλλον παράλογο και ανόητο.
Και γενικά, ποιος και υπό ποιες συνθήκες εκχώρησε το δικαίωμα στον Κύριλλο να ισχυρίζεται ότι η Ρωσική Εκκλησία είναι «υπεύθυνη» για την τύχη της ανθρωπότητας; Αυτό δεν είναι επίσης ευθύνη της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Εκκλησίας της Ελλάδος ή της Ουκρανικής Εκκλησίας κ.ο,.κ; Είναι λογικό και φυσικό το σύνολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή το σύνολο όλων των Τοπικών Εκκλησιών, να ευθύνεται για την τύχη των πιστών της και του κόσμου.
Το να ξεχωρίζεται ειδικότερα μόνο μια Εκκλησία για αυτή την αποστολή, στην προκειμένη περίπτωση η Ρωσική, είναι μόνο απόδειξη παραβίασης της αρχής της καθολικότητας, την οποία τόσο «υπερασπίζεται» η Μόσχα.
Για άλλη μια φορά, πρέπει να σημειωθεί ότι το «ποσοτικό πλεονέκτημα» δεν είναι ισχυρό επιχείρημα, αλλά είναι απλώς ένα ακόμη τέχνασμα. Σε μια από τις προηγούμενες αναρτήσεις μου, αναφέρθηκε ότι η ποσότητα δεν ήταν ποτέ δείκτης της αλήθειας ενός δόγματος, και σε αυτήν την περίπτωση δεν αποτελεί βάση για να δοθεί προτίμηση ή να ενδυναμωθεί κάποιος όσον αφορά τις δικαιοδοσίες. Όπως γνωρίζουμε, αρκετές δεκάδες απόστολοι ήταν σοφότεροι από χιλιάδες ειδωλολάτρες σοφούς. Η ιστορία γνωρίζει επίσης πολλές περιπτώσεις όπου οι αιρετικοί είχαν αριθμητικό πλεονέκτημα.
Και γενικά, το ποσοτικό επιχείρημα του Γκουντιάγιεβ σε σύγκριση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία φαίνεται μάλλον αξιολύπητο. Για σύγκριση, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, η Καθολική Εκκλησία έχει σχεδόν 1,2 δισεκατομμύρια πιστούς, ενώ η Ρωσική Εκκλησία έχει (σύμφωνα με τα δικά της στοιχεία) λίγο παραπάνω από 180 εκατομμύρια.
Έχω ξαναπεί ότι και αυτός ο αριθμός είναι υπερβολικός, γιατί στην πραγματικότητα αποτελείται από όλους τους Ορθοδόξους, ή ακόμα και όλους τους κατοίκους των χωρών που η Μόσχα θεωρεί κανονική επικράτειά της, δηλαδή Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία και άλλες. Αν και, στην πραγματικότητα, από αυτά τα εκατοντάδες εκατομμύρια, μακράν δεν εντάσσουν όλοι τον εαυτό τους στη Ρωσική Εκκλησία. Επιπλέον, μέσα στην ίδια τη Ρωσία, ο αριθμός των μουσουλμάνων αυξάνεται και τον τελευταίο καιρό όλο και μεγαλύτερο έδαφος κερδίζουν οι τοπικές «θρησκείες».
Θέλω να τονίσω ότι είναι παράλογο να ισχυρίζεται κανείς ότι η μοναδική (!) συνάντηση του ποντίφικα με τον Πατριάρχη Μόσχας, καθώς και η διακήρυξη που υιοθέτησαν, ήταν εκδήλωση δήθεν «παγκόσμιας» ευθύνης. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, μετά από αυτήν το κύρος του Κύριλλου υπέστη πολλές απώλειες μεταξύ των δικών του ιεραρχών και πιστών.
Μερικοί από αυτούς, ιδιαίτερα ο επίσκοπος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Λόνγκιν Ζαρ μαζί με τους ιερείς του μοναστηριού Μπάντσεν (καθεδρικός ναός της Αγίας Τριάδας, ο οποίος το 2011 καθαγιάστηκε προσωπικά από τον Κύριλλο), τη χαρακτήρισαν δημόσια (τη διακήρυξη) ως «προδοσία της Ορθοδοξίας, νομιμοποίηση των διδασκαλιών του αντιχρίστου» και κατηγόρησα τον ίδιο τον Κύριλλο για διάπραξη «Κανονικού (Εκκλησιαστικού) εγκλήματος».
Ακόμη και σε ένα τόσο σημαντικό μοναστήρι για τη Ρωσική Εκκλησία όπως η Λαύρα Τριάδας – Σεργίου, ορισμένοι μοναχοί αντιτάχθηκαν στη συνάντηση και στην κοινή δήλωση/διακήρυξη. Οι στασιαστές μοναχοί σταμάτησαν ακόμη και να μνημονεύουν τον Κύριλλο σε Λειτουργία. Συνέπεια όμως αυτής της θέσης ήταν η απαγόρευση αυτών των μοναχών από τον Πατριάρχη Μόσχας.
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να πω ότι ένας τέτοιος χαιρετισμός από τον Κύριλλο είναι απλώς μια ψευδαίσθηση της δικής του σημασίας, βασισμένης σε φανταστικά και εσκεμμένα υπερβολικά γεγονότα, και την οποία η Μόσχα θέλει να επιβάλει τόσο στη Ρώμη όσο και σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.
Στην πραγματικότητα, γίνεται μια προσπάθεια να καταδειχθεί στην παγκόσμια κοινότητα ότι η Μόσχα δήθεν επηρεάζει σημαντικές διαδικασίες και χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να αποφασιστεί ή να αλλάξει κάτι. Αν και, στην πραγματικότητα, αυτό δεν ισχύει. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, η οικουμενική διαδικασία συνεχίζεται, η συνεργασία μεταξύ των χριστιανών μπορεί να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση του Κρεμλίνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της άποψης είναι το έργο προς αυτή την κατεύθυνση της Κωνσταντινούπολης και προσωπικά του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου Α’.
Έτσι, αντί για έναν εντελώς ακίνδυνο και φιλικό χαιρετισμό από τη Μόσχα, το Βατικανό έλαβε άλλη μια παρτίδα ρωσικής εκκλησιαστικής χειραγώγησης και προπαγάνδας, με την οποία το Κρεμλίνο βομβαρδίζει επίμονα το πληροφοριακό χώρο όλου του κόσμου.
Του Ολεξάντρ Εφρέμενκο, θεολόγου