Πρόσφατα ο επιβλέπων των υποθέσεων της Ρωσικής Εκκλησία στην Ουκρανία (γνωστής ως Ουκρανική Εκκλησία Πατριαρχείου Μόσχας) Μητροπολίτης Αντώνιος (Πακάνιτς) έδωσε αναλυτική συνέντευξη στο πρακτορείο RIA news, στο οποίο σχολίασε την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην Ουκρανία. Εκτός από την ίδια την επίσκεψη ο Αντώνιος αναφέρθηκε σε θέματα διορθοδόξων σχέσεων και ειδικότερα στο επίπονο για τη Ρωσική Εκκλησία θέμα της λεγόμενης «πανορθόδοξης καταδίκης της Κωνσταντινούπολης».
Όπως είχα αναφέρει σε προηγούμενα δημοσιεύματά μου, η πρόσφατη διάσκεψη που έγινε στη Μόσχα και η συνεδρίαση της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας ήταν μόλις οι πρώτες πράξεις της ρωσικής αντι-Κανονικής παράστασης. Επίσης όπως εκτίμησα, η κυρίως πράξη της παράστασης θα γίνει στην επικείμενη Αρχιερατική Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 15-18 Νοεμβρίου, ενόψει των 75ων γενεθλίων του Προκαθήμενου της Ρωσικής Εκκλησίας Πατριάρχη Κύριλλου (Γκουντιάγιεβ).
Επιβεβαίωση των όσων είχα γράψει μπορεί να δει κανείς αν διαβάσει «ανάμεσα στις γραμμές» της προαναφερόμενης συνέντευξης του Πακάνιτς. Ο ίδιος είπε σε αυτή πως «μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Αρχιερατικής Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας ο ορθόδοξος κόσμος θα έχει τι να συζητήσει». Τι ακριβώς θα είναι αυτό, δεν το διευκρίνισε.
Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Ρωσική Εκκλησία έχει ήδη έτοιμο σχέδιο όσον αφορά την καταδίκη της Κωνσταντινούπολης και προσωπικά του Πατριάρχη Βαρθολομαίου σε σχέση με την παραχώρηση του Τόμου Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας.
Δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο πρέπει να «αναστηθεί» το εξαρχής αποτυχημένο σχέδιο «Αμμάν». Είναι πιθανό ότι το Νοέμβριο οι ιεράρχες της Ρωσικής Εκκλησίας θα αναζητήσουν τις βάσεις για το Αμμάν 2.0.
Προκειμένου να μην ντοπιαστούν ακόμη μια φορά, στην επόμενη συγκέντρωσή του το Πατριαρχείο Μόσχας θα επιχειρήσει να μαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερες Τοπικές Εκκλησίες, καθώς η πρώτη εκκλησιαστική «σύνοδος» του Αμμάν επέδειξε την μη λειτουργικότητα και την αδυναμία της για τη λήψη οποιονδήποτε σημαντικών Κανονικών αποφάσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογες συγκεντρώσεις δεν έχουν γενικά κανένα δικαίωμα για λήψη ανάλογων αποφάσεων. Όπως είναι γνωστό, το δικαίωμα να οργανώσει, να διεξάγει και να προεδρεύσει σε διορθόδοξες συνόδους ανήκει στην Κωνσταντινουπολη. Το ξέρουν πολύ καλά στις Τοπικές Εκκλησίες, και για αυτό η προτεινόμενη μοσχοβίτικη πρωτοβουλία αγνοήθηκε από τις περισσότερες Τοπικές Εκκλησίες.
Αντίθετα, η ίδια η Μόσχα δεν θέλει να απαρνηθεί τα σχέδιά και τις εξουσιαστικές ματαιοδοξίες της. Συνεπώς, συνεχίζει τη δυσοίωνη πρόθεσή της, ισοπεδώνοντας έτσι την αιώνια παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Φυσικά η Μόσχα, ως άμεσα ενδιαφερόμενο μέρος -καλύτερα να πούμε ως μέρος που έχει «παρεξηγηθεί» με τον Οικουμενικό Πατριάρχη- δεν μπορεί μονομερώς να δηλώσει για τη διεξαγωγή «συνόδου» που θα έχει ως στόχο την «καταδίκη του Βαρθολομαίου». Είναι λογικό πως για την επίλυση της διαφοράς θα πρέπει να βρεθεί κάποιος που θα εμφανίζεται ως «ουδέτερος κριτής».
Όπως έδειξε η προηγούμενη εμπειρία, τα Ιεροσόλυμα δεν ταίριαξαν ιδιαίτερα σε αυτόν τον ρόλο, αν και το κύρος τους στην παγκόσμια Ορθοδοξία δεν μπορεί να υποτιμηθεί, αποδείχθηκε ανεπαρκής. Ως εκ τούτου, η Μόσχα πιθανότατα σχεδιάζει να ενισχύσει αυτό το κύρος χρησιμοποιώντας το Πατριαρχείο Αντιοχείας – αρχαία Εκκλησίας, η οποία σήμερα κατέχει την τρίτη θέση στα Ορθόδοξα δίπτυχα.
Τέτοια σκέψη ακούστηκε στην ίδια συνέντευξη του Πακάνιτς. Ειδικότερα, στο ερώτημα του δημοσιογράφου: «Μπορούν τα Ιεροσόλυμα και η Αντιόχεια να αναλάβουν το ρόλο της Κωνσταντινούπολης», δεν έδωσε άμεση και ξεκάθαρη απάντηση, αλλά υποστήριξε συγκαλυμμένα ένα τέτοιο μήνυμα.
Για να στηρίξει τη θέση του, ανέφερε περιπτώσεις από την ιστορία της Εκκλησίας όσον αφορά «επίλυση προβλημάτων πανορθόδοξης κλίμακας χωρίς τη συμμετοχή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως». Ειδικότερα, αναφέρθηκε στη σύγκληση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων το 1443 του Συμβουλίου των Προκαθημένων των Ανατολικών Εκκλησιών, η οποία καταδίκασε τη λεγόμενη ουνία της Φερράρας–Φλωρεντίας και τη Σύνοδο της Ιερουσαλήμ του 513, που αντιτάχθηκε στον μονοφυσιτισμό.
Ωστόσο, οι περιπτώσεις που ανέφερε ο Αντώνιος είναι πολύ διαφορετικές από τη σημερινή κατάσταση, επειδή αντιμετώπιζαν θέματα δογματικού χαρακτήρα. Και το ζήτημα της ουκρανικής αυτοκεφαλίας δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία καθώς είναι καθαρά διοικητικού χαρακτήρα, όπως ανέφερα σε μια από τις προηγούμενες δημοσιεύσεις μου.
Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα παραδείγματα είναι αρκετά αντιφατικά, διότι, όπως γνωρίζουμε, ο μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε στην 4η Οικουμενική Σύνοδο, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Χαλκηδόνα (τώρα ένα από τα παλαιότερα και πιο σημαντικά τμήματα του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης) και η προαναφερόμενη ουνία δεν βρήκε υποστήριξη ανάμεσα στους ορθοδόξους πιστούς, μεταξύ των οποίων και τους πιστούς της Κωνσταντινούπολης.
Για αυτό μια τέτοια επιχειρηματολογία δεν είναι πειστική. Επιπλέον, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η διαφωνία μεταξύ των Εκκλησιών των Ιεροσολύμων και της της Αντιόχειας, λόγω της δικαιοδοσίας στο Κατάρ, είναι ακόμη άλυτη. Ως εκ τούτου, ακόμη και παρά τις φιλικές σχέσεις μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας, της Εκκλησίας της Αντιόχειας και του ρωσικού καθεστώτος με τον Μπάσαρ αλ Άσσαντ, η περίπτωση της Αντιόχειας χωρίς την Ιερουσαλήμ για τη Ρωσική Εκκλησία στο ζήτημα της αρπαγής της πρωτοκαθεδρίας είναι σαν «βαλίτσα χωρίς χερούλι».
Πιθανόν το Πατριαρχείο Μόσχας να προσπαθήσει να συμφιλιώσει τα Ιεροσόλυμα με την Αντιόχεια σε αυτό το θέμα. Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τους ειδικούς, η μόνη πιθανή επιλογή είναι το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων να εγκαταλείψει τις αξιώσεις του σε ολόκληρο το έδαφος του Κατάρ και, ως συμβιβασμός, οι υπάρχουσες ενορίες θα δηλωθούν ως σταυροπήγια στα κανονικά εδάφη της Εκκλησίας της Αντιόχειας.
Υπάρχουν και άλλες επιλογές, κάτι που δεν είναι ζήτημα ουσίας για τη Μόσχα. Καθώς για αυτήν είναι εξαιρετικά σημαντικό να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους. Μονάχα η από κοινού καταδίκη του Οικουμενικού Πατριαρχείου από αυτές τις Εκκλησίες μπορεί να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων υπέρ της Ρωσικής Εκκλησίας. Ωστόσο για το Πατριαρχείο Μόσχας ένα τέτοιο σχήμα είναι μονάχα η επικάλυψη για την αρπαγή της πρωτοκαθεδρίας στον Ορθόδοξο κόσμο.
Βάσει του σχεδίου, η Ρωσική Εκκλησία θέλει να αρπάξει την πρωτοκαθεδρία δίνοντάς την στην Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, τα οποία -κατά την άποψή της- θα λειτουργήσουν ως κάλυψη, και μέσω αυτών θα μπορεί να ασκεί τη διοίκηση της οικουμενικής ορθοδοξίας. Βάση για αυτό το σχέδιο είναι οι πολιτικοί παράγοντες και η χρηματοδότηση από τη Ρωσική Εκκλησία.
Είναι πιθανό ότι κατά την επικείμενη Αρχιερατική Σύνοδο ή στους εορτασμούς των γενεθλίων του Πατριάρχη Κύριλλου (Γκουντιάγιεβ) θα γίνουν διαβουλεύσεις με στόχο την υλοποίηση ενός τέτοιου σεναρίου. Ενδεχομένως η Σύνοδος αλλά και ο εορτασμός της επετείου θα είναι μια μικρογραφία του Αμμάν 2.0., το οποίο μέχρι στιγμής παραμένει το μοναδικό εργαλείο του Πατριαρχείου Μόσχας για την αρπαγή της πρωτοκαθεδρίας στην Ορθοδοξία.
Ωστόσο, μια τέτοια «σύνοδος» ακόμα και αν πραγματοποιηθεί, μπορεί και πάλι να χαρίσει όνειδος στον διοργανή της – το Πατριαρχείο Μόσχας. Άλλωστε, για να καταδικάσετε κάποιον, είναι απαραίτητο να ακούσετε τουλάχιστον τη θέση του. Ακόμη και οι Οικουμενικές Σύνοδοι άκουσαν τις θέσεις των αιρετικών. Ωστόσο, η Μονή Ντανίλοφ δεν χρειάζεται την αλήθεια, αλλά την εφαρμογή ειλημμένων αποφάσεων: Την καταδίκη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την αρπαγή της πρωτοκαθεδρίας στην ορθοδοξία. Αυτό είναι κάτι που καταλαβαίνουν οι περισσότερες Τοπικές Εκκλησίες και για αυτό δεν βιάζονται να στηρίξουν τα ματαιόδοξα σχέδια της Μόσχας.
Και γενικά αν η Κωνσταντινούπολη έδειχνε όλα τα γεγονότα και τις αποδείξεις παραβίασης των Εκκλησιαστικών Κανόνων από τη Μόσχα, η ίδια η Ρωσική Εκκλησία καταδικαζόταν σε ένα τέτοιο Αμμάν 2.0.
Έτσι, συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Μονή Δανιήλ ετοιμάζει ένα είδος «Δούρειου ίππου» για την παγκόσμια Ορθοδοξία. Η επίσημη παρουσίασή του θα πραγματοποιηθεί κατά πάσα πιθανότητα κατά τη διάρκεια της Αρχιερατικής Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ότι η ζημιά που θα κάνει με αυτό στον εαυτό της θα είναι μεγαλύτερη από τη ζημιά που θα κάνει σε εκείνους, τους οποίους στοχεύει.
Του Ολεξάντρ Εφρέμενκο, θεολόγου