Τα τελευταία δύο χρόνια, η Ρωσική Εκκλησία κατηγορεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ότι οι εκκλησιαστικές διαιρέσεις στην ουκρανική Εκκλησία δεν ξεπεράστηκαν, αλλά αντίθετα, προκλήθηκαν ακόμα χειρότερες συνέπειες από ό, τι πριν από τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας. Αυτές οι κατηγορίες από τους εκπροσώπους του Πατριαρχείου Μόσχας εντάθηκαν ιδιαίτερα την παραμονή της επικείμενης επίσκεψης του Παναγιότατου στην Ουκρανία.
Τέτοια μηνύματα είναι αβάσιμα και αναληθή καθώς η δημιουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας και η παραλαβή του πολυαναμενόμενου Τόμου Αυτοκεφαλίας έγινε η λύση σε ένα πολυετές πρόβλημα, το οποίο περιπλεκόταν εξαιτίας των κινήσεων του Πατριαρχείου Μόσχας. Για να το καταλάβετε καλύτερα, αξίζει να διαβάσετε ορισμένα στοιχεία από την ιστορία του ουκρανικού εκκλησιαστικού ζητήματος.
Ο αγώνας του ουκρανικού λαού για τη δική του Τοπική Εκκλησία ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου αιώνα. Μπήκε σε ενεργή φάση με τα γεγονότα της «περεστρόικα» και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν εκείνη η στιγμή όταν στα δυτικά της ΕΣΣΔ προέκυψαν θρησκευτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ ορθοδόξων και ελληνο-καθολικών με αντικείμενο την περιουσία της Εκκλησίας. Οι διαφορές μεταξύ των πιστών ήταν μερικές φορές τόσο έντονες που πήραν τα χαρακτηριστικά ενός κανονικού θρησκευτικού πολέμου.
Οι προσπάθειες του Πατριαρχείου Μόσχας να επιλύσει την κατάσταση με ειρηνικό τρόπο αποδείχθηκαν μάταιες. Ακόμη και η επέκταση των δικαιωμάτων της Ουκρανικής Εξαρχίας εντός του Πατριαρχείου Μόσχας και η μετατροπή της σε «ανεξάρτητη και αυτόνομη Εκκλησία» σε ενότητα με το Πατριαρχείο Μόσχας δεν βοήθησε. Οι Ουκρανοί που έζησαν στο επίκεντρο των εκκλησιαστικών διαμαχών δεν αποδέχονταν ούτε καν μια προσευχητική ή τυπική εξάρτηση από τη Μόσχα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες ατόμων που έζησαν εκείνα τα γεγονότα, ακόμη και η λέξη «ορθόδοξος» αντιμετωπίζονταν εχθρικά καθώς συνδεόταν με τη Ρωσία. Αν και αυτή η θέση αντιφάσκει σαφώς στους εκκλησιαστικούς Κανόνες, ήταν αποδεκτή από μέρος της ουκρανικής κοινωνίας, κυρίως στις δυτικές περιοχές της Ουκρανίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ολόκληρες ομάδες πιστών μετακινήθηκαν από την ορθοδοξία στην ελληνικο- καθολική Εκκλησία, η οποία μόλις είχε ξεκινήσει τη δράση της.
Η κατάσταση έβλαπτε τόσο την Ουκρανική Εκκλησία όσο και ολόκληρη την ορθοδοξία. Ήταν απαραίτητο να ληφθούν αποφασιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του δύσκολου ζητήματος, το οποίο χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. Ήταν τότε που μέρος του ορθόδοξου κλήρου άρχισε να απευθύνεται στην ηγεσία τους στη Μόσχα και το Κίεβο ζητώντας την παραχώρηση στην Ουκρανική Εκκλησία πλήρους αυτοκέφαλου. Κατά τη γνώμη τους, αυτό θα μπορούσε να σώσει τη μελλοντική μοίρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε αυτήν την περιοχή.
Εκείνη την εποχή, αναβίωσε στο Λβίβ, στην Δυτική Ουκρανία, η «Αυτοκέφαλη Εκκλησία». Ωστόσο, η αβέβαιη κατάσταση -όσον αφορά την κανονικότητα αυτής της δομής- ήταν εμπόδιο για πολλούς πιστούς που δεν ήθελαν να χάσουν την ενότητα με την παγκόσμια ορθοδοξία. Αν και το αυτοκέφαλο κίνημα ανέπτυσσε δυναμική συνεχώς, δεν μπορούσε να λύσει το κύριο πρόβλημα της αντιπαράθεσης.
Κάθε μέρα που περνούσε, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι η μόνη διέξοδος από αυτή τη δύσκολη κατάσταση ήταν η πλήρης και νόμιμη αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας, η οποία θα αναγνωριζόταν από άλλες Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αυτό διευκολύνθηκε επίσης από τις πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην Ουκρανία. Η διακήρυξη της ανεξαρτησίας του κράτους έδωσε την ελπίδα για μια αυτοκέφαλη Εκκλησία. Λίγο μετά την έγκριση της Πράξης της Ανεξαρτησίας, την 1-3 Νοεμβρίου, η Λαύρα των Σπηλαίων στο Κίεβο φιλοξένησε την Τοπική Σύνοδο της Ουκρανικής Εκκλησίας, η οποία αποφάσισε ομόφωνα να απευθύνει έκκληση στον Πατριάρχη Μόσχας με το αίτημα της πλήρους ανεξαρτησίας της Ουκρανικής Εκκλησίας.
Αυτή η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς, αλλά όχι για δογματικούς ή λόγους θρησκευτικών Κανόνων, αλλά εξαιτίας της απροθυμίας της ηγεσίας της Ρωσικής Εκκλησίας να αφήσει την Ουκρανία ελεύθερη. Η Αρχιερατική Σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1992, δεν αρνήθηκε τη μελλοντική χορήγηση αυτοκέφαλου καθεστώτος στην Ουκρανική Εκκλησία, αλλά απλώς «ανέβαλε» το ζήτημα προκειμένου να εξεταστεί από Τοπική Σύνοδο, η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν συγκλήθηκε μέχρι το 2009. Και η ίδια η εν Ουκρανία Ρωσική Εκκλησία δεν αρνήθηκε ποτέ την επιθυμία της για ανεξαρτησία, ωστόσο κατά διαστήματα ανέφερε ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα για να γίνει κάτι τέτοιο.
Τα επόμενα γεγονότα μονάχα περιέπλεκαν την ήδη δύσκολη κατάσταση. Η αποχώρηση του πρώην επικεφαλούς του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία, Μητροπολίτη Φιλάρετου, και μαζί του μέρος των κληρικών και πιστών της εν Ουκρανία Ρωσικής Εκκλησίας και ο σχηματισμός του «Πατριαρχείου Κιέβου» επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο αυτό το δύσκολο ζήτημα. Η δράση του κατασκοπευτικού δικτύου της Ρωσίας στην Ουκρανία σε συνδυασμό με την καταστροφική πολιτική που ακολούθησαν ιεράρχες και κλήρος του Πατριαρχείου Μόσχας έφεραν το ζήτημα της αυτοκεφαλίας σε αδιέξοδο.
Αντίθετα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος προσπάθησε να δώσει μια ώθηση στην επίλυση αυτού του θέματος. Με πρωτοβουλία του, πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις με εκπροσώπους όλων των φορέων που εμπλέκονταν στην εκκλησιαστική σύγκρουση. Με την ευλογία του, υπήρξαν μικτές επιτροπές με τη συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Ρωσικής Εκκλησίας., εκπροσώπων μη αναγνωρισμένων εκκλησιαστικών ομάδων και του ουκρανικού κράτους. Ωστόσο, όλα αυτά δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα λόγω των ενεργειών της εκκλησιαστικής Μόσχας.
Έτσι, για πολλούς πιστούς, οι οποίοι στην αυγή του ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους επιθυμούσαν την επίλυση αυτού του θέματος, το θέμα της αυτοκεφαλίας έμοιαζε πλέον με κάτι σχεδόν το αιρετικό που μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε ανάθεμα. Και κάπως έτσι λήφθηκε η απόφαση να μείνουν τα πράγματα ως έχουν.
Τα γεγονότα του 2014 και η ρωσική στρατιωτική εισβολή στην ανατολική Ουκρανία επηρέασαν για άλλη μια φορά αυτή την πληγή, η οποία δεν μπορούσε να επουλωθεί ούτως ή άλλως. Η ασαφής και διφορούμενη στάση της ηγεσίας της εν Ουκρανία Ρωσικής Εκκλησίας για την Κριμαία και τον πόλεμο, και η ανοιχτή υποστήριξη των εισβολέων από ορισμένους ιερείς της, εκτίναξαν τη δυσαρέσκεια της ουκρανικής κοινωνίας, μέρος της οποίας παρέμενε ακόμα στην αγκαλιά του Πατριαρχείου Μόσχας, χωρίς να έχει που αλλού να πάει.
Η ανάγκη της ενότητάς με ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο τους ανάγκαζε να παραμένουν στη συγκεκριμένη εκκλησιαστική δομή, δηλαδή στην εν Ουκρανία Ρωσική Εκκλησία. Η λογική τέτοιων κληρικών και λαϊκών ήταν προφανής. Αν και υπήρχαν πατριωτικές και ανεξάρτητες εκκλησιαστικές κοινότητες, το αβέβαιο καθεστώς τους ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια. Ταυτόχρονα, ορισμένοι από τους επικεφαλείς αυτών των οργανώσεων δεν ήταν αποδεκτοί από μεγάλη μερίδα των πιστών, ιδιαίτερα αυτό αφορούσε τον Φιλάρετο.
Το μόνο που απέμεινε τότε ήταν η ελπίδα ότι η εκκλησιαστική ηγεσία θα σταθεί επιτέλους στο πλάι των πιστών της και τελικά θα σπάσει τα δεσμά της Μόσχας. Ωστόσο, η δήλωση του επικεφαλής του Πατριαρχείου μόσχας Κυρίλλου, ότι ποτέ δεν θα συμφωνήσουν με το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Εκκλησίας, έθαψε όλες αυτές τις ελπίδες. Αυτό αποτέλεσε όμως και ένα σημάδι για την Κωνσταντινούπολη, η οποία όλο το προηγούμενο διάστημα έδινε τη δυνατότητα στη Μόσχα να λύσει το πρόβλημα μόνη της. Όλες οι μάσκες έπεσαν και έγινε σαφές ότι η Μόσχα δεν προτίθεται να επιλύσει το ζήτημα. Εκατομμύρια Ουκρανοί θα είχαν αφεθεί στη μοίρα τους εάν δεν ακολουθούσαν οι αποφασιστικές κινήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Η Κωνσταντινούπολη, ως Μητέρα Εκκλησία, έλυσε το δύσκολο ουκρανικό ζήτημα σε σύντομο διάστημα. Έδωσε Αυτοκεφαλία και επανέφερε εκατομμύρια Ορθόδοξους Ουκρανούς στην ενότητα της Εκκλησίας.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, αξίζει να βγάλουμε μερικά σημαντικά συμπεράσματα. Πρώτον, ο λόγος για τον διχασμό της Εκκλησίας στην Ουκρανία ήταν η καταστρεπτική θέση της ηγεσίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Δεύτερον, η Μόσχα δεν έλυνε και ουτε θα έλυνε στο μέλλον αυτό το πρόβλημα καθώς κάτι τέτοιο δεν την συνέφερε. Τρίτον, η Κωνσταντινούπολη έδωσε κάθε ευκαιρία και κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για να ξεπεραστεί ο διχασμός, ένα πρόβλημα που έλυσε εν τέλει παραχωρώντας τον Τόμο Αυτοκεφαλίας. Ως εκ τούτου, όλες οι κατηγορίες εκ μέρους της Ρωσικής Εκκλησίας είναι αβάσιμες και στερούνται νοήματος. Σήμερα δεν υπάρχει διαίρεση, αλλά μόνο η αδιάλλακτη, καταστρεπτική στάση του Πατριαρχείου Μόσχας, το οποίο δεν θέλει να αποδεχτεί την πραγματικότητα, να ζήσει σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς Κανόνες και το μόνο που επιζητά είναι ηγεμονία επί της Ουκρανίας.
Ολεξάντρ Εφρέμενκο, θεολόγος