Τετάρτη, 3 Δεκεμβρίου, 2025
More

    Εξαρχία υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Θρόνου: περιεχόμενο και αντιδράσεις της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

    Πώς η διαμεσολάβηση με βάση τους εκκλησιαστικούς Κανόνες μπορεί να εξασφαλίσει «πνευματική ανεξαρτησία» και να οδηγήσει σε πραγματική ενότητα.

    Προσφάτως, η ιδέα μιας προσωρινής Εξαρχίας υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως τρόπος απομάκρυνσης της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Μόσχας εμφανίζεται όλο και πιο συχνά σε συζητήσεις – μεταξύ θεολόγων, κρατικών αξιωματούχων, κληρικών και αναλυτών στα εκκλησιαστικά θέματα. Έναυσμα για μια ευρύτερη δημόσια συζήτηση έδωσε η δημοσίευση ενός άρθρου στην έγκριτη ελληνική έκδοση Orthodox Times με τίτλο «Ουκρανικό: Πιθανή λύση η δημιουργία μιας προσωρινής Εξαρχίας από το Οικ. Πατριαρχείο».

    Η συντακτική ομάδα του «Πνευματικού Μετώπου της Ουκρανίας» παρουσιάζει τη δική της ανάλυση και άποψη για το θέμα αυτό. Στο άρθρο αυτό θα παραθέσουμε συνοπτικά τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται στο προαναφερθέν άρθρο και θα τα συμπληρώσουμε με μια επισκόπηση και ανάλυση των αντιδράσεων εντός του ουκρανικού ορθόδοξου περιβάλλοντος ενώ θα εξετάσουμε την ιδέα αυτή από την ουκρανική οπτική γωνία. Θα συγκρίνουμε τις υπάρχουσες αντιδράσεις από έξω — από την υποστήριξη, μια ορισμένη ανοιχτότητα έως τις αντιρρήσεις. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να μεταφέρει τη συζήτηση από τις αξιολογικές κρίσεις και τις χειραγωγήσεις στο επίπεδο της ανάλυσης των προτεινόμενων μηχανισμών και των κινδύνων καθυστέρησης επίλυσης του εκκλησιαστικού προβλήματος στην Ουκρανία.

    Η θέση του άρθρου στο Orthodox Times: η ουσία και η λογική της πρότασης

    Το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Orthodox Times, βασίζεται στην εκκλησιολογική οπτική ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως Ουκουμενικός Θρόνος, έχει όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να ενεργεί για τη διατήρηση της ενότητας εκεί όπου οι τοπικοί μηχανισμοί έχουν εξαντληθεί. Συγκεκριμένο μέσο που προτείνεται για αυτό είναι μια προσωρινή Εξαρχία υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για εκείνο το τμήμα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που είναι έτοιμο να διακόψει την εξάρτησή του από τη Μόσχα, αλλά για διάφορους λόγους δεν μπορεί ακόμη να ενταχθεί στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εξαρχία δεν θεωρείται ανταγωνιστική της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας ούτε αναθεώρηση του Τόμου αυτοκεφαλίας, αλλά πρακτική εφαρμογή της λογικής του με στόχο την επίτευξη πραγματικής — και όχι κατά δήλωση— ενότητας.

    Το επιχείρημα της χρονικής στιγμής είναι απλό: Εάν το ζήτημα δεν επιλυθεί με βάση τους εκκλησιαστικούς Κανόνες, θα «επιλυθεί» με πολιτικές φόρμουλες – πρωτίστως με «ειδικά καθεστώτα», ικανά να διατηρήσουν τη διαίρεση και να δημιουργήσουν μακροχρόνια σημεία εξωτερικής επιρροής στο θρησκευτικό πεδίο της Ουκρανίας. Η προσωρινή Εξαρχία έχει ως στόχο να εξαλείψει αυτόν τον κίνδυνο: να εντάξει την εθελοντική έξοδο από το Πατριαρχείο Μόσχας σε μια ελεγχόμενη, διαφανή, χρονικά περιορισμένη διαδικασία υπό την ποιμαντική εποπτεία της Κωνσταντινούπολης.

    Η εκκλησιολογική βάση στην οποία στηρίζεται η θέση του συντάκτη περιλαμβάνει τα προνόμια της Κωνσταντινούπολης – το δικαίωμα έφεσης, τα σταυροπήγια και τη δυνατότητα δημιουργίας Εξαρχίας, Τις διατάξεις του Τόμου για την Ουκρανία, που διατηρούν τους μηχανισμούς έφεσης και αναγνωρίζουν το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τις καταστατικές διατάξεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας σχετικά με την προτεραιότητα του Τόμου, καθώς και τη διακρατική συμφωνία «Ουκρανίας — Οικουμενικού Πατριαρχείου» (2018), η οποία κατοχυρώνει την θεσμική παρουσία του Οικουμενικού Θρόνου στην Ουκρανία και το πολιτικό πλαίσιο των τακτικών διαβουλεύσεων του Κράτους.

    Η διαδικασία της εφαρμογής περιγράφεται ως σταδιακή και ελάχιστα συγκρουσιακή: καθορισμός των αρχών του εξαρτημένου (εθελοντικότητα, χρονική διάρκεια, αλληλεπίδραση με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, πειθαρχική και εκκλησιολογική εποπτεία), να ξεκινήσει με πιλοτικά σταυροπήγια για τους «έτοιμους», να επεκταθεί σε Εξαρχία εάν υπάρχει αίτημα, παράλληλα με την κατάρτιση ενός οδικού χάρτη ενσωμάτωσης· μετά την επίτευξη των κριτηρίων συμβατότητας — να τερματιστεί η Εξαρχία, προχωρώντας σε θεσμική ενότητα.

    Τα αναμενόμενα αποτελέσματα διατυπώνονται σε τρία επίπεδα. Για τους πιστούς και τον κλήρο — ασφαλής έξοδος από τη μοσχοβίτικη Κανονική εξάρτηση χωρίς κίνδυνο σχίσματος. Για το κράτος — μείωση των συγκρούσεων και συμμόρφωση με τα πρότυπα της θρησκευτικής ελευθερίας χωρίς παρέμβαση σε δογματικά ζητήματα. Για την οικουμενική Ορθοδοξία — η αποκλιμάκωση της πόλωσης και η ενίσχυση της εξουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως εγγυητή της εκκλησιαστικής τάξης.

    Αντίδραση στο περιβάλλον της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας: έμφαση στη διατήρηση της προσωπικής εκκλησιαστικής νομιμότητας

    Κατά τη στιγμή της σύνταξης του παρόντος κειμένου, δεν υπήρχαν επίσημες ανακοινώσεις από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία ή τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους της. Ταυτόχρονα, σε διάφορα επίπεδα του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος εκφράζεται ενδιαφέρον για την ιδέα αυτή και θεωρείται ως μια διέξοδος από το αδιέξοδο, κάτι που στη γλώσσα της διπλωματίας αποτελεί σαφή ένδειξη της προθυμίας για διάλογο. Στη συζήτηση σχετικά με την προσωρινή Εξαρχία υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο περιβάλλον της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, διαμορφώνεται όλο και πιο ξεκάθαρα το βασικό πλαίσιο: πώς να διατηρηθεί και να επιβεβαιωθεί η εκκλησιαστική νομιμότητα των ενοριών και του κλήρου, τόσο κατά τη μεταβατική περίοδο όσο και μακροπρόθεσμα. Σε ένα σημαντικό τμήμα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει λάβει χώρα η απο-ιεροποίηση της υποταγής στο Πατριαρχείο της Μόσχας ως «εγγύηση» της νομιμότητάς της. Το άλλο μέρος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας παραμένει ακόμα στην τροχιά των εκκλησιολογικών μύθων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ωστόσο προς το παρόν αυτό το μέρος δεν φαίνεται να αποτελεί την πλειοψηφία. 

    Ενδεικτική για το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είναι έτοιμη να αποχωρήσει οριστικά από την εκκλησιαστική υποταγή στο Πατριαρχείο της Μόσχας, μπορεί να θεωρηθεί η θέση του πρωθιερέα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Σεργκέι Προκόπτσουκ (προέδρου ΔΣ της Αδελφότητας της Σοφίας, που έχει έμπρακτες επιτυχίες στο διάλογο μεταξύ της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας), που εκφράστηκε σε άρθρο του στο δικτυακό ιστότοπο της Αδελφότητας της Σοφίας: Η προσωρινή Εξαρχία είναι ο λιγότερο επικίνδυνος μηχανισμός για τις ενορίες που είναι έτοιμες να διακόψουν οριστικά την εξάρτησή τους από τη Μόσχα, αλλά δεν είναι ακόμη έτοιμες για άμεση προσχώρηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.

    Παράλληλα, σε ευρύτερο κύκλο κληρικών της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας διαφαίνεται μια προσεκτική και ρεαλιστική προσέγγιση: η προθυμία να εξεταστεί η Εξαρχία υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχουν εκ των προτέρων καθορισμένες εγγυήσεις. Ο κοινός παρονομαστής αυτών των προσεγγίσεων είναι προφανής: Η Εξαρχία θεωρείται ως τρόπος επιβεβαίωσης και διατήρησης της Κανονικής νομιμότητας κατά τη διαδικασία αποσύνδεσης από το Πατριαρχείο της Μόσχας. Δηλαδή, στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε διάφορα επίπεδα, υπάρχει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανοιχτή στάση προς τον διάλογο σχετικά με αυτό το ζήτημα.

    Αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας: τα συναισθήματα υπερισχύουν της λογικής του κοινωνικού καλού 

    Η έκδοση «Ορθόδοξη Ουκρανία», την οποία πολλοί θεωρούν συνδεδεμένη με τη Μητρόπολη Κιέβου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, δημοσίευσε άρθρο που επικρίνει την ιδέα της Εξαρχίας- «Προσωρινή Εξαρχία – ο «Δούρειος Ίππος» της Μόσχας για την Εκκλησία της Ουκρανίας». Λαμβάνοντας υπόψη το ύφος του άγνωστου συντάκτη και τον συγχρονισμό με τις δημόσιες θέσεις του εκπροσώπου της Μητρόπολης Κιέβου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας — του μητροπολίτη Ευστρατίου (Ζόρια), οι οποίες εκφράστηκαν λίγες μέρες νωρίτερα στον τηλεοπτικό κανάλι «Βίτσε» στο YouTube, θεωρούμε δόκιμο να εκλάβουμε αυτό το υλικό ως ανεπίσημη παρουσίαση της θέσης της Μητρόπολης Κιέβου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας σχετικά με την ίδια την ιδέα της Εξαρχίας.

    Στην αντίδραση της Μητρόπολης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας διαφαίνεται αρκετά έντονα ο φόβος για «παράλληλες κάθετες δομές» και την εξασθένηση του ρόλου της Τοπικής Εκκλησίας, κάτι που είναι κατανοητό. Σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας έχει ισχυρή θέση και δεν επιθυμεί να μοιραστεί τα μονοπωλιακά της δικαιώματα (όπως το βλέπει ο συντάκτης). Αν και το ερώτημα «πώς να αποφευχθεί η ύπαρξη δύο παράλληλων διοικητικών συστημάτων χωρίς σημεία επαφής και προοπτικές ένωσης» είναι πραγματικό, δεν καθιστά αδύνατα τα σενάρια που περιγράφονται στο άρθρο του Orthodox Times. Η προειδοποίηση σχετικά με πιθανές καταχρήσεις «υπό το πρόσχημα της μεταρρύθμισης» έχει επίσης νόημα: κάθε μεταβατικός μηχανισμός απαιτεί σαφείς κανόνες εισόδου/εξόδου, προθεσμίες, δημόσια λογοδοσία και έλεγχο της πειθαρχίας, αλλά τέτοια ζητήματα επιλύονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και όχι στις στήλες των εκκλησιαστικών μέσων ενημέρωσης.

    Στο κείμενο του άγνωστου συγγραφέα, το συναισθηματικό πλαίσιο υπερίσχυσε κάπως της εκκλησιαστικής λογικής. Εκφράσεις όπως «Δούρειος Ίππος», «επίθεση», «ύπουλο φίδι» δίνουν εκ των προτέρων έναν ύποπτο τόνο και αντικαθιστούν το κύριο ερώτημα: μπορεί μια προσωρινή, εθελοντική και ορισμένου χρόνου Εξαρχία να λειτουργεί εντός των ορίων του Τόμου και των προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου ως εργαλείο ποιμαντικής ειρήνης εκεί όπου τα τοπικά μέσα έχουν εξαντληθεί; Στο κείμενο δεν υπάρχει ουσιαστικά απάντηση — υπάρχει μάλλον κινηματική μεταφορική γλώσσα.

    Ο συγγραφέας επιμένει και φαίνεται να αγνοεί συνειδητά τον παράγοντα του χρόνου και τον κίνδυνο του «ειδικού καθεστώτος». Το βασικό επιχείρημα που προβάλλεται στην ανάλυση του Orthodox Times και στην ουκρανική συζήτηση είναι τα αυστηρά χρονικά πλαίσια. Υπάρχει ο κίνδυνος ότι, στο πλαίσιο της πολιτικής ρύθμισης, θα καταχωρηθούν «ειδικά καθεστώτα» για τις δομές που είναι συνδεδεμένες με τη Μόσχα, γεγονός που θα παγιώσει τη διαίρεση για χρόνια. Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας δεν εξετάζει αυτό το ζήτημα και δεν προτείνει εκκλησιαστική εναλλακτική λύση ή προφυλάξεις από μια τέτοια πολιτική παγίωση. Ακριβώς εδώ βρίσκεται το βασικό επιχείρημα της προσωρινής Εξαρχίας – ένας τρόπος να αρθούν οι κίνδυνοι πολιτικής πίεσης με εκκλησιαστικά μέσα, χωρίς να αναθεωρηθεί ο Τόμος.

    Η «εκκλησιολογική οπτική της Μόσχας» είναι αισθητή στην ερμηνεία των προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου. Τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου ουσιαστικά παρουσιάζονται ως «παρέμβαση». Ωστόσο, στην ορθόδοξη παράδοση, πρόκειται για διαιτησία και εποπτεία σε περιπτώσεις όπου οι τοπικοί μηχανισμοί δεν λειτουργούν, με ενσωματωμένους περιορισμούς. Η ταύτιση αυτού του συνόλου με την «εξωτερική παρέμβαση» μετατοπίζει τη συζήτηση από τη γλώσσα της διασφάλισης εκκλησιαστικής τάξης στο επίπεδο των υποψιών και της αντιπαράθεσης. Το κείμενο του άρθρου παραθέτει μια λανθασμένη αναλογία με την «αφρικανική περίπτωση».

    Η σύγκριση μιας πιθανής προσωρινής Εξαρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία με την εισπήδηση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο έδαφος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας είναι μεθοδολογική πλάνη. Το Πατριαρχείο Μόσχας δεν έχει προνόμια στην επικράτεια της Αλεξάνδρειας. Ο Οικουμενικός Θρόνος διαθέτει καθιερωμένους μηχανισμούς δράσης σε περιπτώσεις κρίσεων. Πρόκειται για την εκκλησιαστική διαιτησία της Μητέρας Εκκλησίας — του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο είναι η Κυριαρχική Εκκλησία για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, και όχι για «δικαιοδοτική εισβολή».

    Υπάρχουν λανθασμένοι δείκτες «ζήτησης»: Το παράδειγμα του Σταυροπηγίου στον Ι.Ν. του Αγίου Ανδρέα είναι σαφώς χειραγωγικό. Δεν είναι σωστό να επικαλείται κάποιος την επισκεψιμότητα ενός μεμονωμένου Ιερού Ναού ως απόδειξη της «απουσίας ζήτησης» για Εξαρχία. Το Σταυροπηγιο είναι μια σημειακή παρουσία και ένας δίαυλος επικοινωνίας, ενώ η Εξαρχία είναι ένα διαδικαστικό πλαίσιο: Κανόνες εισόδου/εξόδου, πειθαρχική συνοδεία, οδικός χάρτης ενσωμάτωσης μετά την επίτευξη της ευχαριστιακής ενότητας. Ο «μετρητής ενοριτών» δεν μετρά την ετοιμότητα των επισκοπών και του κλήρου για μια εκκλησιαστικά ασφαλή έξοδο από την υποταγή στη Μόσχα. Οι απόψεις του συγγραφέα σχετικά με τις εκκλησιαστικές βάσεις λειτουργίας του Σταυροπηγίου φαίνονται κάπως περίεργες. Μάλλον αναπαράγουν το μοντέλο των «podvory» (σ.μτ. μετόχια), που είναι χαρακτηριστικό της πρακτικής της Ρωσικής Εκκλησίας.

    Ξεχωριστή προσοχή τραβά η διατύπωση ότι το Σταυροπήγιο εμφανίστηκε «με τη συγκατάθεση της Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας». Στην πραγματικότητα, η αποκατάσταση του Πατριαρχικού Σταυροπηγίου στην Ουκρανία αποφασίστηκε με απόφαση της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 11 Οκτωβρίου 2018 — στην ίδια συνεδρίαση της Συνόδου, όπου για λόγους ακραίας οικονομίας ικανοποιήθηκαν οι προσφυγές των ηγετών των πρώην μη κανονικών σχηματισμών «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας-Πατριαρχείο Κιέβου» και «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία» και πραγματοποιήθηκε η Κανονική αποκατάσταση των ιερέων αυτών των δομών.

    Η αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας επικρίνει την ιδέα, αλλά δεν παρέχει επιχειρησιακό σχέδιο: δεν υπάρχει πρόταση για έναν μηχανισμό με συγκεκριμένη προθεσμία, ο οποίος θα επέτρεπε στις ενορίες και στο επισκοπικό σώμα να αποχωρήσουν από την Ρωσική Εκκλησία χωρίς τον κίνδυνο σχίσματος και απώλειας της εκκλησιαστικής νομιμότητας. Δεν έχουν καθοριστεί αλγόριθμοι ποιμαντικής συνοδείας (κοινές επιτροπές, πρότυπα κατηχητισμού, ενοποίηση καταστατικών, έλεγχος της πειθαρχίας), οι οποίοι μειώνουν τις συγκρούσεις κατά τη μεταβατική περίοδο.

    Κανόνες που η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας παρακάμπτει στη συζήτηση: σχεδόν δεν υπάρχει ανάλυση του γεγονότος ότι η διμερής συμφωνία (2018) κατοχυρώνει την θεσμική παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και επιβάλλει την υποχρέωση τακτικών διαβουλεύσεων. Το καταστατικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (2018) αναγνωρίζει την προτεραιότητα του Τόμου και της διαδικασίας προσφυγής στη Μητέρα Εκκλησία. Ο Τόμος αυτοκεφαλίας διατηρεί το δικαίωμα προσφυγής στον Οικουμενικό Πατριάρχη και αναγνωρίζει τα προνόμιά του όσον αφορά τα Σταυροπήγια και τις πιθανές Εξαρχίες. Επομένως, η μεταβατική εξουσία σε περιορισμένο χρονικό διάστημα δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως «αναθεώρηση του Τόμου»· πρόκειται για έναν τρόπο πρακτικής εφαρμογής του σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το κράτος ψήφισε τον νόμο αριθ. 3894 χωρίς να συνεννοηθεί με την Κωνσταντινούπολη και χωρίς να λάβει υπόψη τη γνώμη της, ενώ οι συνέπειες αυτού του νόμου επηρεάζουν σημαντικά τις ισορροπίες στην παγκόσμια ορθοδοξία.

    Επίσης, παράξενες φαίνονται οι αξιώσεις και οι αβάσιμες κατηγορίες εναντίον της ίδιας της έκδοσης, καθώς το Orthodox Times είναι ένα σεβαστό μέσο ενημέρωσης που υποστηρίζει σταθερά την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Πιθανώς, είναι το μοναδικό μέσο ενημέρωσης που παρουσιάζει συστηματικά νέα από τη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας για το ελληνόφωνο και αγγλόφωνο κοινό, και μάλιστα με πολύ ευρύτερη κάλυψη από ό,τι η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, ώστε να είναι γνωστή στις άλλες Τοπικές Εκκλησίες. Σύμφωνα με την «παράδοση» που έχει δημιουργηθεί στην Ουκρανία όπου σε όλες τις άβολες καταστάσεις να κρεμάμε την ταμπέλα «δάκτυλος της Μόσχας» – ο ανώνυμος συντάκτης της «Ορθόδοξης Ουκρανίας» θεωρεί την ιδέα της Εξαρχίας ως ρωσικό σχέδιο. Ωστόσο η αντίδραση του ίδιου του περιβάλλοντος της Μόσχας μαρτυρά για το αντίθετο: αντί να υποστηρίζει την ιδέα της Εξαρχίας – αντιτίθεται σε αυτήν.

    Αντίδραση στο ρωσικό εκκλησιαστικό περιβάλλον

    Οι ρωσικές εκκλησιαστικές πηγές αντέδρασαν αρνητικά στην ιδέα της προσωρινής Εξαρχίας για την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό την ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (εδώ η άποψή τους συμπίπτει με την άποψη της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), με εμφανή ανησυχία και ρητορική συγκράτησης, αλλά με διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα. Το γενικό αφήγημα συνοψίζεται στο ότι η Εξαρχία είναι μια «σταδιακή ενσωμάτωση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας» και «η κάλυψη της απορρόφησης». Ένα τέτοιο πλαίσιο λειτουργεί πρωτίστως ως μέσο αποτροπής εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας: να υποτιμήσει οποιαδήποτε μεταβατική μορφή που επιτρέπει τη διατήρηση της εκκλησιαστικής νομιμότητας εκτός του Πατριαρχείου Μόσχας και να αναγκάσει τους πιθανούς υποστηρικτές της Εξαρχίας να υποχωρήσουν.

    Ο λόγος για τον νευρικό τόνο είναι η μείωση των πραγματικών μοχλών επιρροής της Ρωσικής Εκκλησίας στο περιβάλλον της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η άμεση διοικητική διαχείριση είναι περίπλοκη, η δημόσια εικόνα των δομών που είναι συνδεδεμένες με τη Μόσχα υποβαθμίζεται, οι προσωπικοί κίνδυνοι για τους ανοιχτά φιλορώσους εκκλησιαστικούς λειτουργούς αυξάνονται, τα σενάρια «υπόγειας» ή «παράλληλης κατάστασης» γίνονται όλο και λιγότερο βιώσιμα σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη προοπτική. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια μεταβατική, εθελοντική και προσωρινή Εξαρχία αποτελεί ένα κανάλι διατήρησης της εκκλησιαστικής νομιμότητας για ένα μέρος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας χωρίς «γκρίζες ζώνες», το οποίο στην πραγματικότητα παρακάμπτει τα βασικά σημεία ελέγχου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

    Για να εμποδίσουν μια τέτοια πορεία, οι ανεπίσημοι Ρώσοι σχολιαστές καταφεύγουν σε επαναλαμβανόμενα μηνύματα:

    — Η Εξαρχία παρουσιάζεται ως «αναπόφευκτος δρόμος» προς την θεσμική συγχώνευση με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (αγνοείται η σταδιακότητα: πρώτα η αμοιβαία αναγνώριση και η ευχαριστιακή ενότητα, και μόνο μετά — πιθανές θεσμικές ενέργειες)

    — η εθελοντικότητα και η προσωρινότητα ερμηνεύονται ως «πρόσοψη» εξωτερικής πίεσης (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προτεινόμενες διαδικαστικές προφυλάξεις)

    — τα περιουσιακά και πειθαρχικά ζητήματα παρουσιάζονται ως πεδίο «ξένου ελέγχου», αν και ακριβώς η Κανονική εποπτεία του Οικουμενικού Θρόνου και οι νομικοί μηχανισμοί εξαλείφουν τους κινδύνους σενάριων βίας

    — το κύριο είναι ότι η Εξαρχία χαρακτηρίζεται ως «απειλή για την ταυτότητα», προκειμένου να μετατοπιστεί η προσοχή από την κανονική νομιμότητα στον φόβο της απώλειας της κοσμοθεωρητικής ταυτότητας.

    Εκκλησιολογικά, αυτή η αντίδραση επαναλαμβάνει τη συνήθη οπτική της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας: τα προνόμια του Οικουμενικού Θρόνου είναι μόνο ρητορική αρχαιότητα και στην πράξη περιορίζονται σε «εξωτερική παρέμβαση». Αντί για μια αντικειμενική συζήτηση σχετικά με την εκκλησιαστική διαιτησία και την ποιμαντική συνοδεία, προτείνεται μια πολιτικοποιημένη εικόνα «ξένης διοίκησης», που αποσκοπεί πρωτίστως στο να αποτρέψει το ακροατήριο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από οποιαδήποτε ενέργεια εκτός της σφαίρας επιρροής της Μόσχας.

    Συνολικά, η ρωσική αντίδραση δείχνει ανησυχία και έλλειψη αποτελεσματικών μέσων επιρροής στις μελλοντικές αποφάσεις της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, η κύρια μέθοδος είναι η υποκίνηση συναισθημάτων και η χειραγώγηση του θέματος της Εξαρχίας σε «σχέδιο απορρόφησης», προκειμένου να αποθαρρυνθούν οι υποστηρικτές αυτής της ιδέας. Μπορούμε να διαπιστώσουμε το προφανές γεγονός ότι η ρωσική οπτική βασίζεται στην άρνηση των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κάτι που συνάδει απόλυτα με το κύριο άρθρο της «Ορθόδοξης Ουκρανίας».

    Εκκλησιαστικές και πολιτικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της ιδέας της Εξαρχίας

    Στην Ουκρανία εφαρμόζεται η πολιτική της «πνευματικής ανεξαρτησίας», η οποία στην πραγματικότητα σημαίνει την αποχώρηση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και, μακροπρόθεσμα, την εσωτερική ενότητα της ουκρανικής ορθοδοξίας. Η πραγματικότητα του 2025 προσθέτει χρονική πίεση: στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου, η Ρωσία επιμένει να συμπεριληφθεί στο ανθρωπιστικό σκέλος της ειρηνευτικής συμφωνίας η φράση «ειδικός καθεστώς»/«αποκατάσταση δικαιωμάτων» για την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία ως δομή που συνδέεται με τη Μόσχα. Με φόντο τα θέματα προτεραιότητας της ασφάλειας, των συνόρων και των αποζημιώσεων, αυτό το σημείο κινδυνεύει να μην λάβει την δέουσα προσοχή, με αποτέλεσμα να παγιωθεί μακροπρόθεσμα η πολιτική διαίρεση της Εκκλησίας: Η Ουκρανία θα ωθηθεί σε «ανεκτική συνύπαρξη» με την εκκλησιαστική δομή που είναι συνδεδεμένη με το Πατριαρχείο της Μόσχας, υπό το πρόσχημα της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας.

    Τα τελευταία χρόνια έχουν αποδείξει ότι ακόμη και τα πιο αυστηρά διοικητικά και νομικά μέσα (παύση της δραστηριότητας των θρησκευτικών νομικών προσώπων, επιστροφή των θρησκευτικών κτιρίων σε κρατική/δημοτική χρήση, πλήρης κατάργηση της συνεργασίας του κράτους με τους ιεράρχες της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο) δεν αποφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα για την Εκκλησία: Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία ως ένωση δεν δηλώνει την πλήρη αποχώρησή της από την εκκλησιαστική υπαγωγή στο Πατριαρχείο Μόσχας. 

    Για λόγους αντικειμενικότητας: η Σύνοδος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη “Θεοφάνεια” (σ.μτ. χώρος διεξαγωγής συναθροίσεων της εν λόγω εκκλησιαστικής δομής) (Μάιος 2022) αφαίρεσε από το Καταστατικό περί διοίκησης τις διοικητικές συνδέσεις με το Πατριαρχείο της Μόσχας, ωστόσο η απόφαση αυτή άφησε περιθώρια για διπλές ερμηνείες. Ο κύριος δείκτης της προαναφερόμενης «πνευματικής ανεξαρτησίας» στην πράξη ήταν η «μετακίνηση/προσχώρηση» ενοριών από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Στην πράξη, αυτές οι μετακινήσεις συχνά προκαλούν σχίσματα εντός των ενοριών και μακροχρόνια ασυμφωνία. Ως εκ τούτου, τα στατιστικά στοιχεία μπορεί να φαίνονται αισιόδοξα, αλλά η κοινωνική πόλωση μπορεί να εντείνεται, απομακρύνοντας την πραγματική ενότητα για δεκαετίες (και αυτό χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πιθανές συνθήκες μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, οι οποίες μπορούν να «τσιμεντώσουν» αυτή την απόσταση κατά πολύ).

    Το βασικό μειονέκτημα της τρέχουσας προσέγγισης είναι η προσπάθεια επίλυσης ζητημάτων εθνικής ασφάλειας μέσω πολιτικής παρέμβασης σε έναν τομέα που είναι εκ φύσεως εκκλησιολογικός. Αυτή η κίνηση πραγματοποιείται χωρίς συνεχή διαβούλευση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο έχει ειδικά προνόμια και καθήκον να ενεργεί ως αμερόληπτος διαιτητής όπου οι τοπικοί μηχανισμοί, τόσο πολιτικοί όσο και εκκλησιαστικοί, δεν λειτουργούν πλέον.

    Έτσι, λογικό βήμα φαίνεται να είναι η προσωρινή Εξαρχία υπό την ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για εκείνο το τμήμα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που είναι έτοιμο να διακόψει τους εκκλησιαστικούς δεσμούς με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά για ιστορικούς λόγους δεν μπορεί προς το παρόν να ενταχθεί άμεσα και απότομα στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν πρόκειται για ανταγωνισμό με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία, αλλά για ένα ρυθμιζόμενο μεταβατικό μοντέλο στο πλαίσιο της κανονικής εποπτείας του Οικουμενικού Θρόνου — έναν τρόπο να ξεπεραστεί η αδιέξοδη κατάσταση χωρίς βίαιες πρακτικές, ρεβανσισμό και νέους κινδύνους για την ασφάλεια.

    Προοπτικές «ειρηνευτικής συμφωνίας»

    Οι επίμονες προσπάθειες της Μόσχας να «επιβάλει» στη συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου ένα ξεχωριστό καθεστώς ασυλίας για την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία ουσιαστικά επιχειρούν να νομιμοποιήσουν την ύπαρξη δύο παράλληλων εκκλησιαστικών δομών για αόριστο χρονικό διάστημα. Η Μόσχα θέλει να αφήσει για τον εαυτό της ένα μέσο επιρροής στη συνείδηση των πολιτών της Ουκρανίας και σταθερά σημεία εσωτερικών τριβών. Εντός της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκτός από τον ανοιχτά φιλορωσικό πυρήνα, λίγοι θα επιδιώξουν το καθεστώς του «ξένου πράκτορα», που επιβάλλεται από το κείμενο της συμφωνίας, διότι αυτό καταστρέφει οριστικά την εμπιστοσύνη των Ουκρανών στους φιλο-ουκρανούς κληρικούς της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το τμήμα που ονειρεύεται τη δημόσια αναβίωση των σχέσεων με την Εκκλησία της Μόσχας είναι μικρό. Η δουλειά της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ουκρανίας τα τελευταία χρόνια έχει περιορίσει σημαντικά το πεδίο δράσης του.

    Εάν το εκκλησιαστικό πρόβλημα δεν επιλυθεί με εκκλησιαστικά μέσα, θα λειτουργήσει η πολιτική υποκατάσταση: οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με βάση τη λογική της σκοπιμότητας, όπου οι Εκκλησιαστικοί Κανόνες δεν αποτελούν καθοριστικό κριτήριο. Η προσωρινή Εξαρχία προσφέρει μια εναλλακτική λύση: έναν προσωρινό, διαφανή και εθελοντικό μηχανισμό υπό την επίβλεψη του Οικουμενικού Θρόνου, ο οποίος καταργεί την ανάγκη για «ξεχωριστά καθεστώτα» που δεν συμβαδίζουν με τους εκκλησιαστικούς Κανόνες.

    Γιατί εξαντλήθηκαν τα τοπικά εργαλεία

    Στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας εκτιμούν ότι υπό την πίεση της εφαρμογής του νόμου αριθ. 3894 οι διαδικασίες θα επιταχυνθούν. Ταυτόχρονα, στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζεται μια έντονη εσωτερική συζήτηση για το μέλλον. Ο νομικός αγώνας για την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία προσφέρει μόνο προστασία λόγω χρονοτριβής και βασίζεται στην εξάντληση των κρατικών θεσμών και της προσοχής της κοινωνίας. Πολλοί στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία καταλαβαίνουν ότι αυτή η μάχη από μόνη της είναι στρατηγικά αδιέξοδη. Ως εκ τούτου, κύκλοι αυτής της θρησκευτικής ένωσης εξετάζουν διάφορα σενάρια που, κατά την άποψή τους, προσφέρουν μια στρατηγική διέξοδο.

    Το να βγουν στην παρανομία είναι κάτι το αποδεκτό για το φονταμενταλιστικό κομμάτι της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, είναι η πιο επικίνδυνη για το κράτος, καθώς χάνει τα μέσα επιρροής του, καταστρέφονται τα σημεία διαλόγου, συγκράτησης και ισορροπίας, ενώ οι ρωσικές δομές αποκτούν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για χρόνια. Επιπλέον, υπάρχουν κίνδυνοι ανεξέλεγκτης αντικρατικής προπαγάνδας και συνωμοσιολογικών τάσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υποστηρικτές αυτού του σεναρίου είναι συνήθως οι ρωσοφιλικοί πιστοί και κληρικοί. 

    «Ρουμανική» και άλλες «εθνοτικές» περιπτώσεις — σε μια σειρά από ενορίες, η ιδέα της υποταγής σε άλλες Τοπικές Εκκλησίες είναι δημοφιλής, διότι επιτρέπει την αποφυγή κρατικών κυρώσεων και την παραμονή στην εκκλησιαστική νομιμότητα. Το κράτος εμποδίζει αυτή την τάση, αλλά η νομιμότητα και η σταθερότητα αυτού του εμποδίου είναι αμφισβητήσιμες, γεγονός που δημιουργεί κινδύνους διεθνών αγωγών.

    «Δικαιοδοτικά ανεξάρτητες ενορίες» — νομικά ελκυστικό, αλλά εκκλησιολογικά λανθασμένο: χωρίς επίσκοπο δεν είναι δυνατή η πλήρης ορθόδοξη ζωή. De facto, τέτοιες ενορίες αναζητούν ούτως ή άλλως την προστασία του ιεράρχη εκτός των διαφανών διαδικασιών.

    Κατά τόπους προσχωρήσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας — η δυνατότητα των εθελοντικών μεταβάσεων έχει σχεδόν εξαντληθεί. Οι «μεταβάσεις» με σενάρια βίας προκαλούν τοπικές συγκρούσεις και προσελκύουν υπερβολική προσοχή στα μάτια του διεθνούς κοινού.

    Σε αυτό το πλαίσιο, η προσωρινή Εξαρχία υπό την ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου φαίνεται ως η πιο ελπιδοφόρα πορεία, διότι:

    — απομακρύνει ένα σημαντικό μέρος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (μαζί με το επισκοπικό σώμα) από το Πατριαρχείο Μόσχας

    — ελαχιστοποιεί την «υπόγεια» δραστηριότητα (στο περιθώριο παραμένουν μόνο οι ανοιχτά φιλορώσοι)

    — ελαχιστοποιεί τα κίνητρα για «εθνοτικές» επαναταυτοποιήσεις με άλλα θρησκευτικά κέντρα

    — εισάγει σαφείς κανόνες και προθεσμίες, κατανοητές από όλες τις πλευρές

    — ενισχύει τη διεθνή θέση της Ουκρανίας: χωρίς σενάρια βίας, με την υπεροχή του δικαίου και τον σεβασμό της ελευθερίας της συνείδησης.

    Νομικό υπόβαθρο συμμετοχής του Οικουμενικού Πατριαρχείου

    Το δικαίωμα και η υποχρέωση του Οικουμενικού Θρόνου να ενεργεί επιβεβαιώνονται από τους Ιερούς Κανόνες και τη σύγχρονη πρακτική. Οι Κανόνες 9 και 17 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Χαλκηδόνας) εγγυώνται το δικαίωμα των κληρικών και των επισκόπων να προσφεύγουν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο κανόνας 28 πιστοποιεί τα ειδικά προνόμια του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Ο 36ος κανόνας της Ε’ και ΣΤ (εν Τρούλλω) Συνόδου κατοχυρώνει την ιεραρχική του θέση στην τάξη των θρόνων.

    Αυτό το πλαίσιο επαναλαμβάνεται και σε σύγχρονους νόμους:

    — Ο Τόμος για την αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας διατηρεί το δικαίωμα προσφυγής στον Οικουμενικό Πατριάρχη, προβλέπει τα μέσα του Σταυροπηγίου και τη δυνατότητα της Εξαρχίας στην επικράτεια της Ουκρανίας.

    — Το καταστατικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (15.12.2018, Σοφία Κιέβου) αναγνωρίζει την προτεραιότητα του Τόμου, προβλέπει μηχανισμούς προσφυγής στη Μητέρα Εκκλησία και ορίζει την ιδιότητα του μέλους με τρόπο περιεκτικό.

    — Η συμφωνία μεταξύ της Ουκρανίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου (03.11.2018, Κωνσταντινούπολη) καθορίζει τον στόχο της σύστασης της Τοπικής Εκκλησίας με βάση τον Τόμο μετά την απονομή του, τις τακτικές διαβουλεύσεις και την θεσμική παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέσω του Σταυροπηγίου και του Εξάρχου.

    Μετά την απόφαση του Συνόδου του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης της 11ης Οκτωβρίου 2018 για την κατάργηση της Συνόδου του 1686 (που παρείχε στον Πατριάρχη Μόσχας περιορισμένο δικαίωμα χειροτονίας του Μητροπολίτη Κίεβου), η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε στην περιοχή της ποιμαντικής ευθύνης της Κωνσταντινούπολης — ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της ιδέας αυτής.

    Τι είναι στην πράξη η «προσωρινή Εξαρχία»

    Η προσωρινή Εξαρχία υπό την ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι μια μεταβατική Κανονική εποπτεία με καθορισμένους κανόνες και διάρκεια. Είναι απαραίτητη για όσους δεν είναι έτοιμοι να προσχωρήσουν άμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, αλλά επιθυμούν να αποχωρήσουν από την κανονική εξάρτηση από τη Μόσχα χωρίς τον κίνδυνο να χάσουν τη νομιμότητά τους ή να οδηγηθούν σε σχίσμα. Ο στόχος της Εξαρχίας δεν είναι να δημιουργήσει μια παράλληλη ιεραρχία, αλλά να φέρει τις πλευρές σε συμβατότητα: να ασκεί κανονική εποπτεία και έλεγχο της πειθαρχίας, να εναρμονίζει τα καταστατικά και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, να ρυθμίζει τη συλλειτουργία όπου αυτό δεν προκαλεί συγκρούσεις και να θεραπεύει παλιά εκκλησιολογικά τραύματα.

    Σειρά ενεργειών: δημόσια αμοιβαία αναγνώριση των βασικών αρχών και άρση των αξιώσεων → αποκατάσταση της ευχαριστιακής κοινότητας όπου υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις → ενωτική σύνοδος και θεσμική συγχώνευση βάσει συμφωνημένων κανόνων. Μετά την επίτευξη των κριτηρίων, η Εξαρχία παύει να υφίσταται, διότι έχει εκπληρώσει την αποστολή της. Δεν πρόκειται για αναθεώρηση του Τόμου, αλλά για ορθή διαδικαστική εφαρμογή του.

    Τι κερδίζουν το κράτος, η Εκκλησία και η κοινωνία

    Το κράτος κερδίζει λιγότερες συγκρούσεις και σαφείς διαδικασίες χωρίς παρέμβαση στην εκκλησιολογία και τη δογματική. Η διεθνής φήμη κερδίζει πειστικά επιχειρήματα για την υπεροχή του δικαίου και την τήρηση της ελευθερίας της συνείδησης χωρίς βίαιες πρακτικές. Για τις ενορίες — νόμιμο κανονικό χώρο. Για ολόκληρη την εκκλησιαστική κοινότητα — συνεπές σενάριο ενσωμάτωσης, που ολοκληρώνεται με θεσμική ενότητα.

    Η Ουκρανία εισέρχεται σε μια περίοδο όπου το εκκλησιαστικό ζήτημα δεν μπορεί να αναβληθεί «για καλύτερες εποχές», ακόμη και αν προσωρινά επισκιάζεται από άλλες υπαρξιακές προκλήσεις. Τα πολιτικά υποκινούμενα «ειδικά καθεστώτα» είναι σε θέση να διατηρήσουν τη διαίρεση των ουκρανικών Εκκλησιών για δεκαετίες. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί αυτό είναι να ενεργήσει η Εκκλησία, με τη συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχει για αυτό το σκοπό το δικαίωμα, το καθήκον και τα μέσα: τις προνόμια που κατοχυρώνονται στο Τόμο για την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, το Καταστατικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (Σύνοδος στη Σοφία του Κιέβου, 2018) και τη Συμφωνία μεταξύ της Ουκρανίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου (2018). Η προσωρινή Εξαρχία είναι μια εθελοντική έξοδος από την εξάρτηση από τη Μόσχα μέρους της ουκρανικής ορθοδοξίας, η πρόληψη των κινδύνων της παρανομίας, η απόρριψη των πολιτικών εξαιρέσεων και η επιστροφή της διαδικασίας στο Κανονικό επίπεδο — με επακόλουθη ένωση, αρχικά στη αμοιβαία αναγνώριση και την Ευχαριστία, και στη συνέχεια — σε θεσμική μορφή. Αυτή είναι η πορεία στην οποία κανείς δεν χάνει την αξιοπρέπειά του, αλλά κερδίζουν τόσο η Εκκλησία όσο και το κράτος.

    Αντί επιλόγου: το κόστος της αδράνειας

    Εάν διατηρηθούν οι τρέχουσες στρατηγικές και το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν εμπλακεί ως ουδέτερος εκκλησιαστικός διαιτητής, κινδυνεύουμε όχι μόνο να επιδεινώσουμε την κρίση, αλλά και να παγιώσουμε τον δυϊσμό της εκκλησιαστικής πραγματικότητας στην Ουκρανία για δεκαετίες, ίσως και για αιώνες. Δεν θα έχουμε μια κρίση που μπορεί να επιλυθεί με ποιμαντικό διάλογο, αλλά μια σταθερή δομή διπλής εκκλησιαστικής πραγματικότητας — με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει για το κράτος, την κοινωνία και την ίδια την Ορθοδοξία.

    Η Μητρόπολη Κιέβου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας έχει επί του παρόντος ισχυρή θέση και φυσική τάση να επιβεβαιώσει το θεσμικό της μονοπώλιο. Αυτοί είναι οι ιδεολόγοι και οι υποστηρικτές της διατήρησης των υφιστάμενων στρατηγικών, και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ακόμη και επιρρεπείς στη ριζοσπαστικοποίηση. Η λογική των κινήτρων τους είναι κατανοητή, αλλά η υπερβολική «Ακρίβεια» στο διάλογο μπορεί να οδηγήσει σε απομόνωση: εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας δεν ξεκινήσει διάλογο και δεν υποστηρίξει μια πιο ανθρώπινη διαδικαστική προσέγγιση, αυτό μπορεί να επιταχύνει την πολιτική παγίωση του διαχωρισμού και να καταστήσει αδύνατη την εκκλησιαστική του επίλυση.

    Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σήμερα αποδυναμωμένη και εσωτερικά διαιρεμένη. Μέρος του κλήρου επιδιώκει πραγματική ρήξη με τη Μόσχα, μέρος αναζητά τρόπο να διατηρήσει τη θεσμική του νομιμότητα. Τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι χρειάζονται τη δυνατότητα διατήρησης της εκκλησιαστικής νομιμότητας. Άλλοι συνεχίζουν να ζουν με τους μύθους για την «αδιαίρετη εκκλησιαστική Ρωσία», που εξακολουθεί να αποτελεί για αυτούς πηγή Κανονικής νομιμότητας. Εντός της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αυξάνεται ολοένα και περισσότερο η ένταση μεταξύ του φιλοουκρανικού και του φιλορωσικού πτερυγίου. Η απώλεια της ικανότητας αυτοανασκόπησης είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε σε αυτό το αδιέξοδο. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες και σε αυτή τη θέση, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα ενταχθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, καθώς θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας ως τον βασικό επωφελούμενο από τα προβλήματά της. 

    Η Ρωσία επιμένει ενεργά να συμπεριληφθεί στη μελλοντική συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου ένα σημείο σχετικά με τον «ειδικό καθεστώς» για τις δομές που είναι συνδεδεμένες με το Πατριαρχείο της Μόσχας και η πιθανότητα να πετύχει κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Εάν αυτό συμβεί, η διαίρεση της ουκρανικής ορθοδοξίας δεν θα συνεχιστεί απλώς, αλλά θα εδραιωθεί διπλωματικά. Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία θα μετατραπεί σε «νόμιμη» εναλλακτική δικαιοδοσία — με διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα ύπαρξης και, κατά συνέπεια, με σταθερό κανάλι ρωσικής επιρροής στην ουκρανική κοινωνία. Στην πράξη, αυτό θα σημαίνει τη νομιμοποίηση μιας παράλληλης εκκλησιαστικής ιεραρχίας στην Ουκρανία, η οποία, υπό το πρόσχημα της «ελευθερίας της θρησκείας», θα διατηρήσει επίσημους δεσμούς με τη Μόσχα. Δηλαδή, μπορεί να συμβούν όλα εκείνα, με τα οποία φοβίζει ο ανώνυμος συγγραφέας στην αρθρογραφία της «Ουκρανίας Ορθόδοξης».

    Για την ίδια την σημερινή Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, ένα τέτοιο σενάριο θα έχει καταστροφικές συνέπειες. Εντός της δομής θα ξεκινήσουν αντικαταστάσεις προσωπικού και ενεργή αναδιάρθρωση: οι πιο ριζοσπαστικοί φιλορώσοι λειτουργοί θα εκτοπίσουν σταδιακά τους άλλους, ενώ οι υπόλοιποι θα αναγκαστούν να σιωπήσουν ή να «αποσυρθούν» — αυτό θα επηρεάσει όλα τα επίπεδα της διοικητικής δομής και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην αντικατάσταση του προκαθήμενου. Στη συνέχεια, αυτό θα οδηγήσει στην επιστροφή της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πραγματική διοικητική υποταγή στο Πατριαρχείο της Μόσχας — ίσως ακόμη και με τη μορφή μετατροπής σε ένα άλλη μια Εξαρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία. Η Μόσχα δεν θα συγχωρήσει στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία τη Σύνοδο στη Θεοφανία. Η τύχη της μπορεί να διαμορφωθεί υπό τη μορφή ελεγχόμενης, αποικιακής δικαιοδοσίας, καλυμμένης από διεθνή συμφωνία που θα υπογραφεί στο πλαίσιο της ειρηνευτικής διαδικασίας.

    Μετά από αυτό, στην Ουκρανία μπορεί να εμφανιστεί μια σταθερή φιλορωσική εκκλησιαστική υποδομή — νόμιμη, προστατευμένη από διεθνείς εγγυήσεις και ικανή να επηρεάζει για χρόνια τη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων. Κάθε προσπάθεια του κράτους να λάβει μέτρα κατά τέτοιων δομών θα θεωρηθεί παραβίαση του ανθρωπιστικού σημείου της συμφωνίας. Η Ουκρανία θα αποκτήσει στην ουσία ένα ιδεολογικό θύλακα στο εσωτερικό της — μια εσωτερική «πέμπτη φάλαγγα» με ένα ισχυρό εξωτερικό κέντρο συντονισμού. Αν κάποιος πιστεύει ότι μια τέτοια κατάσταση υπάρχει ήδη ή υπήρχε πρόσφατα, κάνει μεγάλο λάθος. Ό,τι υπήρχε στο παρελθόν θα φανεί «μηδαμινό» σε σύγκριση με αυτό που προβλέπει το παραπάνω σενάριο και με το πώς μπορεί να εκδηλωθεί μετά την πολιτική και διπλωματική κατοχύρωση ενός τέτοιου ειδικού καθεστώτος.

    Για την οικουμενική ορθοδοξία, μια τέτοια εξέλιξη των γεγονότων θα είναι καταστροφική. Οι άλλες Τοπικές Εκκλησίες θα βρεθούν μπροστά σε ένα δίλημμα: ποιον να αναγνωρίσουν, με ποιον να συνεργαστούν, ποιον να εμπιστευτούν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο παγκόσμια εκκλησιολογική διάσπαση — μεταξύ δύο εννοιών της ορθοδοξίας: της συνοδικής και της αυτοκρατορικής.

    Για την κοινωνία οι συνέπειες είναι επίσης προφανείς: περισσότερες τοπικές συγκρούσεις μεταξύ των ενοριών, νέες αντιπαραθέσεις στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική, απώλεια εμπιστοσύνης μεταξύ των πιστών και της κοινωνίας προς την Εκκλησία. Για το κράτος — εντατικοποίηση της πόλωσης, αποδυνάμωση του μετώπου, αποθάρρυνση του θρησκευτικού χώρου, ο οποίος αντί να αποτελέσει χώρο μεταπολεμικής θεραπείας, θα παραμείνει πηγή κοινωνικών εντάσεων.

    Επομένως, το ζήτημα σήμερα δεν είναι αν «χρειάζεται Εξαρχία», αλλά αν η Ουκρανία μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της την πολυτέλεια της αδράνειας. Εάν η εκκλησιαστική κρίση δεν επιλυθεί με εκκλησιαστικό τρόπο, θα παγιωθεί με πολιτικές φόρμουλες — και η Ρωσία θα αποκτήσει όχι μόνο στρατιωτικό, αλλά και πνευματικό μοχλό στην καρδιά της ουκρανικής ορθοδοξίας.

    Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ο μόνος θεσμός που έχει το δικαίωμα, το καθήκον και τη ηθική δύναμη να λύσει αυτό το πρόβλημα. Και αν δεν το κάνουμε σήμερα, αύριο μπορεί να μην υπάρχει πια τίποτα να ενώσουμε: το διαλυμένο σώμα της ουκρανικής ορθοδοξίας κινδυνεύει να γίνει τρόπαιο της εχθρικής νίκης.

    Πνευματικό Μέτωπο Ουκρανία

    Πρόσφατα

    Δημοφιλή