Όσο υπάρχει μια Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) που από τη μια πλευρά διαμαρτύρεται σε όλες τις διεθνείς πλατφόρμες για την «επιθετική συμπεριφορά» της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (σ.μτ.: με προκαθήμενο τον Μητροπολίτη Επιφάνιο) και τον «διωγμό για την πίστη» από το ουκρανικό κράτος και από την άλλη δεν είναι αντίθετη στην εξεύρεση συνεννόησης με την Κωνσταντινούπολη και στην εξεύρεση με κάποιο τρόπο διεξόδου από το αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί με το νομοσχέδιο 8371, η ουκρανική αποστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη.
Γράφει η εκκλησιαστική συντάκτρια Τατιάνα Ντέρκατς στο ιστολόγιό της:
Οι περιπέτειες με το νομοσχέδιο 8371, το οποίο αναγκάζει την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) να διακόψει τις σχέσεις της με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό την απειλή απαγόρευσης, έχουν φτάσει σε σημείο βρασμού, το οποίο εξωθεί σε κοινωνική έκρηξη. Η διελκυστίνδα μεταξύ των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, των πολιτικών και των αρχών, τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, έχει προκαλέσει μεγάλη αίσθηση στον κόσμο και φαίνεται ότι όλοι μας βρισκόμαστε στα πρόθυρα κάποιων απρόβλεπτων εξελίξεων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί να ενταχθεί στο τρίγωνο Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) – Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας – ουκρανικού κράτος.
Η εξουσία μεταξύ «προδοτών» και «πατριωτών»
Παραδοσιακά, στον μετασοβιετικό χώρο, οι Εκκλησίες προσπαθούν να προσελκύσουν το κράτος ως εταίρο. Και δεδομένου ότι οι κύριες ορθόδοξες δικαιοδοσίες ανταγωνίζονται για την εύνοια τόσο των οπαδών όσο και των αξιωματούχων, η μεσαιωνική (sic!) φόρμουλα cujus regio, ejus religio εξακολουθεί να είναι επίκαιρη στην Ουκρανία. Πιο συγκεκριμένα, ecclesia. Δηλαδή, όποιος είναι στην εξουσία αυτουνού η Εκκλησία είναι στα πράγματα. Πριν από την «Πορτοκαλί Επανάσταση» (2004), οι ανταγωνιστικές ισορροπίες μόλις διαμορφώνονταν [κέρδισε η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας)], τότε ο Βίκτορ Γιούσενκο, που ανέχθηκε το Πατριαρχείο Κιέβου, προσπάθησε να το προστατεύσει κάπως – μέχρι την πρώτη σοβαρή προσπάθεια διαπραγμάτευσης με τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την παραχώρηση αυτοκεφαλίας. Στη συνέχεια ήρθε ο θρίαμβος του φιλορώσου Βίκτορ Γιανουκόβιτς και η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) φάνηκε να κέρδισε τζακ ποτ. Αλλά με την απώλεια της εξουσίας του Γιανουκόβιτς, η υποστηριζόμενη από αυτόν εκκλησιαστική δομή έχασε επίσης τη μονοπωλιακή της θέση. Το διακύβευμα για το Πατριαρχείο του Κιέβου ανέβηκε και ο πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο κατάφερε το φαινομενικά αδύνατο: Να αναγνωριστεί η αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αλλά αυτό συνέβη σε μια κακή στιγμή – ο Ποροσένκο βυθίστηκε σε έναν προεκλογικό αγώνα που δεν μπόρεσε να κερδίσει.
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έγινε πρόεδρος, δηλώνοντας από την αρχή ότι είναι ένας άνθρωπος μακριά από τη θρησκεία και προσπαθώντας να μείνει μακριά από την περίπλοκη, μακροχρόνια σύγκρουση μεταξύ της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) άρχισε με ενθουσιασμό να εκμεταλλεύεται την απόσταση του προέδρου από τη διενέξεις μεταξύ εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, επικαλούμενη την έλλειψη εξειδίκευσής του σε αυτό το θέμα. Για ένα διάστημα, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) λάμβανε νομική ασυλία χάρη στην τότε επικεφαλής της Κρατικής Υπηρεσίας Εθνικής Πολιτικής και Ελευθερίας της Έκφρασης, Έλενα Μπόγνταν.
Αλλά από την έναρξη της μεγάλης κλίμακας εισβολής το 2022, τα πάντα δεν πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο. Μετά το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Ουκρανίας, ο όρος «πνευματική ανεξαρτησία» εμφανίστηκε και στο λεξιλόγιο του προέδρου, με το οποίο οι γράφοντες τις ομιλίες του εννοούσαν τον τερματισμό της ύπαρξης της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας). Επιβλήθηκαν κυρώσεις σε μεμονωμένους ιεράρχες της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) (συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της Μητρόπολης του Κιέβου, Μητροπολίτη Αντώνιου Πακάνιτς), ενώ ένα μήνα αργότερα εισήχθη στην Βερχόβνα Ράντα (κοινοβούλιο) το νομοσχέδιο 8371, το οποίο πρότεινε έναν δικαστικό μηχανισμό για τον τερματισμό της νομικής ιδιότητας όλων των ενοριών που ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας). Στα τέλη Μαρτίου 2023, μέλη του «γραφείου Μητρόπολης» της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) ήρθαν στην οδό Μπάνκοβα (σ.μτ.: όπου βρίσκεται το Προεδρικό μέγαρο) για να συνομιλήσουν με τον πρόεδρο (Ζελένσκι), αλλά κανείς δεν βγήκε να τους υποδεχτεί. Από εκείνη τη στιγμή, φαινόταν ότι η σχέση μεταξύ της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) και των ανώτατων κρατικών αρχών είχε περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή – παρά το γεγονός ότι στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας υπήρξαν λομπίστες της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας).
Τον Οκτώβριο του 2023, ταυτόχρονα με την υιοθέτηση του νομοσχεδίου αριθ. 8371 σε πρώτη ανάγνωση, ο αυτοεξόριστος ευεργέτης της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας), Βαντίμ Νοβίνσκι, προσέλαβε τον σκανδαλώδη λομπίστα Ρόμπερτ Άμστερνταμ για λογαριασμό της επιχορηγούμενης από τον ίδιο Εκκλησίας. Αυτός ο τυχοδιώκτης με άδεια δικηγόρου, σε γενικές γραμμές, υποτίθεται ότι θα έπαιζε μόνο έναν ρόλο: Να προκαλέσει αντιπαράθεση, να χειραγωγήσει την κατάσταση και να ασκήσει πίεση σε όλες τις πηγές που γνώριζε στις ΗΠΑ, ώστε η Ουκρανία να μην λάβει βοήθεια και να επιβληθούν δρακόντειες κυρώσεις στους πολιτικούς της (σ.μτ.: που ενεπλάκησαν με το νομοσχέδιο 8371).
Στην πραγματικότητα, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) ήταν έτοιμη να προστατεύσει τη δομή της με κόστος την καταστροφή του ουκρανικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένα μέλη της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) ειλικρινά δεν μπορούσαν να καταλάβουν το γιατί δέχονται τέτοια πίεση. Εξάλλου, για πολλούς, κυρίως νέους, οι βίαιες φιλορωσικές δραστηριότητες της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) πριν το 2014 ήταν άγνωστες.
Εν τω μεταξύ, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας περνούσε τις δικές της διεργασίες, οι οποίες καθιστούσαν κάθε διάλογο με την θορυβώδη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) μάλλον αδύνατο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η φόρμουλα «μια ενωτική Σύνοδος – ένας Τόμος» ήταν η κυρίαρχη άποψη. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κάποτε κάλεσε όλους τους αρχιερείς της Ουκρανίας να συγκεντρωθούν και να δημιουργήσουν μια αυτοκέφαλη Τοπική Εκκλησία, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Η ηγεσία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) απέρριψε με αγένεια αυτή την πρόσκληση, και -όπως λένε- όποιος άργησε – έμεινε εκτός. Έπειτα από αυτό η ένταξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας θα ήταν δυνατή μόνο μέσω ατομικής προσχώρησης.
Οι ενορίες γίνονται δεκτές «χωρίς βαπτίσεις», αλλά οι επίσκοποι πρέπει να περάσουν από «έλεγχο» (σ.μτ: τυχόν διασυνδέσεων με τη Ρωσία, παλαιότερων δηλώσεων κ.ο.κ.), με αποτέλεσμα στην καλύτερη περίπτωση το ένα τρίτο από αυτούς να μπορεί εν τέλει να κατέχει το αξίωμα. Είναι σαφές ότι δεν θα μπορούσε έτσι να συγκεντρωθεί κρίσιμη μάζα αρχιερέων της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας), πράγμα που σημαίνει ότι η μετάβασή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας παραμένει μια φαντασίωση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας δεν εξετάζει σήμερα καμία άλλη επιλογή.
Ο Τόμος σε αναμονή
Αλλά ο Τόμος Αυτοκεφαλίας ήταν ένα πολύ γενικότερο και φιλόδοξο σχέδιο για να παραχωρηθεί μόνο στη μισή ουκρανική ορθόδοξη κοινότητα. Αυτό σημαίνει ένα πολύ απλό πράγμα: Η αποστολή και το έργο της θεραπείας της ουκρανικής ορθόδοξης διαίρεσης, όπως σχεδιάστηκε από τη Μητέρα Εκκλησία, δεν έχουν εκπληρωθεί, και στο μέλλον, δεδομένης της τρέχουσας πορείας των γεγονότων, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, και είναι δύσκολο να πούμε σε ποιανού την πλευρά η αντίσταση είναι ισχυρότερη.
Όχι τελευταίο (και ίσως πρώτο) εμπόδιο σε κάθε διαπραγμάτευση αποτελεί η αρχή «ένας Τόμος – μια Σύνοδος». Φαίνεται όμως ότι η Κωνσταντινούπολη έχει άλλες ιδέες. Ο Τόμος, από την ίδια τη φιλοσοφία του, δεν σχεδιάστηκε ως ένα έγγραφο ή μια ενέργεια που ισχύει μόνο για μία ημέρα – 15 Δεκεμβρίου 2018. Πιο συγκεκριμένα, αυτό θα συνέβαινε αν η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) είχε εκπροσωπηθεί στην Ενωτική Σύνοδο με τη σύνθεση που θα δημιουργούσε κανονικές και νομικές υποχρεώσεις για τη δομή αυτή. Αλλά έχουμε αυτό που έχουμε.
Έτσι ακούγεται το συνολικό ζητούμενο και το κίνητρο για την παραχώρηση του Τόμου:
«ἡ Μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς Ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ἐν τῇ ὀφειλετικῇ μερίμνῃ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον, ἐπὶ θεραπείᾳ τῶν χρονίως σοβούντων σχισμάτων καὶ μερισμῶν εἰς τὰς κατὰ τόπους Ἐκκλησίας, ὁμογνωμόνως, ὁρίζομέν τε καὶ ἀνακηρύττομεν, ἵνα σύμπασα ἡ ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ πολιτικῶς συγκροτηθέντος καὶ τέλεον ἀνεξαρτητοποιηθέντος Κράτους τῆς Οὐκρανίας περιλαμβανομένη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀρχιεπι-σκοπῶν, Ἐπισκοπῶν, μοναστηρίων τε καὶ ἐνοριῶν καὶ πάντων τῶν ἐν αὐταῖς ἐκκλησιαστικῶν καθιδρυμάτων, τελοῦσα ὑπὸ τὸν Δομήτορα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας θεάνθρωπον Κύριον καὶ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος, ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος».
Κατά συνέπεια, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο εκείνη την εποχή είχε αποκαταστήσει την κανονική του δικαιοδοσία επί της Μητρόπολης Κιέβου, θεωρούσε όλες τις ορθόδοξες εκκλησιαστικές δομές ως μία αλλά διαιρεμένη Εκκλησία υπό το ομοφόριό του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Σύνοδος του Δεκεμβρίου 2018 ήταν μια Ενωτική Σύνοδος. Στην οποία, ως γνωστόν, δεν προσήλθαν οι αριχερείς της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) (εκτός από δύο). Και με τον τρόπο αυτό, έθεσαν τους εαυτούς τους σε διφορούμενη κανονική θέση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τους θεωρεί τιτουλάριους επισκόπους υπό τον de facto έλεγχο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που ζουν στην Ουκρανία.
Στο ημερολόγιο της Ρωσικής Εκκλησίας, οι Ουκρανοί αρχιερείς αναφέρονται ως επικεφαλείς των επισκοπών της Ρωσικής Εκκλησίας, ενώ στο Ημερολόγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 2024, τα ίδια πρόσωπα αναφέρονται στην ενότητα «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας», αλλά όχι με βάση τον τίτλο, αλλά με βάση την «κατοικία». Συγκεκριμένα, ο Ονούφριος δεν είναι Μητροπολίτης Κιέβου, αλλά στο Κίεβο, ο Ιωνάθαν είναι Μητροπολίτης στο Τούλτσιν και Μπράτσλαβ κ.ο.κ. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι η Κωνσταντινούπολη δεν αναγνώρισε τις αποφάσεις της «συνόδου» στη Θεοφάνια (σ.μτ.: περιοχή στο Κίεβο όπου έγινε η «σύνοδος») το 2022, αλλά ούτε και την πλήρη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επί των Ουκρανών επισκόπων.
Ακολουθεί το όραμα του Οικουμενικού Πατριάρχη για την κατάσταση, το οποίο περιέγραψε σε επιστολή του προς το CERKVARIUM.ORG:
«Σύμφωνα με την κανονική αρχή της εδαφικότητας, η οποία αποτελεί αναφαίρετο και μόνιμο γεγονός της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, καμία Εκκλησία δεν μπορεί να είναι παρούσα εντός της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Παρ’ όλα αυτά, στο πνεύμα της ποιμαντικής ευαισθησίας, ανεχόμαστε προσωρινά την ύπαρξη Ουκρανών ιεραρχών υπό τη Ρωσία όχι ως τοπικών κυβερνώντων επισκόπων, αλλά μόνο ως τιτουλαρίων ή κατοίκων ιεραρχών στην Ουκρανία, σύμφωνα με τον Κανόνα 8 της Α’ Συνόδου της Νίκαιας, ελπίζοντας ότι, με το θέλημα του Θεού, σύντομα θα ενωθούν με την τοπική Εκκλησία.
Για τον λόγο αυτό, ο Σεβασμιώτατος Ονούφριος δεν θεωρείται πλέον κανονικός Μητροπολίτης Κιέβου, αλλά ιεράρχης που κατοικεί στο Κίεβο, όπως δημοσιεύεται στο Ημερολόγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 2020. Με αυτές τις σκέψεις κατά νου, προσευχόμαστε στο Άγιο Πνεύμα, τον Παρηγορητή, ο οποίος πάντα θεραπεύει τους αδύναμους με τη χάρη του Θεού και συμπληρώνει ό,τι λείπει, φέρνοντας όλους τους ιεράρχες, τον κλήρο και τον θεοσεβούμενο λαό στην Ουκρανία πιο κοντά στην ενότητα».
Αλλά αυτό δεν συνέβη όπως αναμενόταν. Η διαίρεση παρέμεινε και μάλιστα εντάθηκε. Εδώ είναι ένα ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο. Τον Μάιο του 2019, το KIIS (σ.μτ.: κέντρο κοινωνιολογικών μελετών) διεξήγαγε μια έρευνα σύμφωνα με την οποία το 54,2% των Ουκρανών είχε θετική ή μάλλον θετική στάση απέναντι στον Τόμο, ενώ το 31,2% ήταν ουδέτερο. Ταυτόχρονα, υπήρχαν ήδη αμφιβολίες ότι η ενοποιητική αποστολή του Τόμου ήταν επιτυχής: Το 50,6% των Ουκρανών χαρακτήρισε τις συνέπειες του Τόμου μάλλον ενοποιητικές, ενώ το 30,5% τις χαρακτήρισε μάλλον διχαστικές. Αλλά εκείνη την εποχή, η διαδικασία της μετάβασης των επιμέρους ενοριών στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας κέρδιζε έδαφος και αυτή η εκτίμηση της κοινωνίας μπορούσε να αγνοηθεί.
Ανεπιθύμητοι επισκέπτες
Μέσα σε 5 χρόνια, οι εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες δεν κατάφεραν να καθιερώσουν έστω μια τυπική επικοινωνία. Το 2019, η προσβεβλημένη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) διέκοψε τις σχέσεις της με την Κωνσταντινούπολη και βυθίστηκε σε έναν σκληρό κανονικό και θεολογικό αγώνα με τον «Πάπα της Κωνσταντινούπολης» και τον «βολονταρισμό» του σε κανονικό έδαφος κάποιου άλλου. Ο πόλεμος για επιβίωση με κάθε κόστος, που ξεκίνησε η ηγεσία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας), άρχισε τελικά να εξαντλεί τον μετριοπαθή κλήρο της ίδιας της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας), μεταξύ των οποίων υπήρχε το αίτημα για αποκατάσταση των σχέσεων με την Κωνσταντινούπολη.
Μέχρι τα μέσα Απριλίου 2023, ένας μεγάλος αριθμός κληρικών της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) είχε ήδη ζητήσει από τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αναλάβει τις ενορίες τους υπό τη φροντίδα του. Οι υπογράφοντες εξηγούσαν την απροθυμία τους να ενταχθούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας με τα επί πολλά χρόνια αθεράπευτα αμοιβαία παράπονα, τις εκκλησιαστικές συγκρούσεις και την επιθετική στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας απέναντί τους, η οποία τους θεωρεί αδιακρίτως προδότες και πράκτορες της Μόσχας. Απ’ όσο γνωρίζουμε από πηγές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την εποχή εκείνη τα αιτήματα αυτά δεν είχαν προχωρήσει αν και υπήρχαν πολλά μηνύματα για εκκλησιαστικές συγκρούσεις.
Η βίαιη αντιπαράθεση δεν ήταν μέρος των βασικών ρυθμίσεων του Τόμου και προκάλεσε ανησυχία στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Στα τέλη Απριλίου του 2023 πρότεινε να στείλει εκπροσώπους του στο Κίεβο για να κατανοήσουν την κατάσταση επί τόπου. Η αντιπροσωπεία αποτελούνταν από εθνικά Ουκρανούς – τον Μητροπολίτη Γουίνιπεγκ Ιλαρίωνα («Ρούντνικ»), τον Μητροπολίτη Πισιδίας Ιώβ («Γκέτσα») και τον Μέγα Σύγγελο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιάκωβο («Κρότσακ»). Το ταξίδι προγραμματίστηκε για τις αρχές Ιουλίου 2023 και ο Γενικός Πρόξενος της Ουκρανίας στην Κωνσταντινούπολη ενημερώθηκε σχετικά λίγες ημέρες νωρίτερα εκ μέρους του Αρχιγραμματέα της Άγιας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η αντιπροσωπεία είχε ένα απλό καθήκον: να επικοινωνήσει με όσο το δυνατόν περισσότερους ενδιαφερόμενους φορείς (τόσο την κυβέρνηση όσο και την Εκκλησία) και να διαπιστώσει πόσο είχαν παρατραβήξει τα πράγματα. Και κυρίως, αν υπάρχουν σημεία επαφής για κατανόηση και ελπίδα για ενότητα της Ουκρανικής Ορθοδοξίας.
Σύμφωνα με πηγές από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο Μητροπολίτης Ονούφριος έλαβε επίσης πρόταση για συνάντηση και μάλιστα επιβεβαίωσε την ετοιμότητά του για αυτήν. Σύμφωνα με πολλές αναφορές, η αντιπροσωπεία προσπάθησε αρκετές φορές να έρθει στην Ουκρανία και να συναντηθεί με έγκριτους φορείς, αλλά απέτυχε. Μπορεί κανείς μόνο να μαντέψει τι την εμπόδισε: Τεχνικές ασυνέπειες, ένας υποκειμενικός παράγοντας ή η απροθυμία της ουκρανικής πλευράς να έχει μια σοβαρή συζήτηση. Δεν βοήθησαν ούτε οι προσωπικές συμφωνίες του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό την επιρροή της «πατριωτικής» πτέρυγας, τόσο της εκκλησιαστικής όσο και της πολιτικής.
Την ίδια στιγμή όμως επισκέφθηκε την Ουκρανία ένας άλλος πρεσβευτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Εμμανουήλ, ο οποίος φαίνεται να παρουσιάζει το δικό του όραμα για την κατά προτεραιότητα λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας με την επίλυση του ζητήματος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) επί της τελικής αρχής. Από την αρχή, ο Εμμανουήλ «επόπτευε» την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας και παραμένει ο προστάτης της. Εδώ και αρκετό καιρό, ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος θεωρείται ως ένας από τους βασικούς διεκδικητές του πατριαρχικού θρόνου και αυτό αφήνει ένα συγκεκριμένο αποτύπωμα στη σχέση του με το «αγαπημένο του παιδί» – την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, την οποία προστατεύει με ζήλο. Φαίνεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας είναι ευχαριστημένη με αυτό. Όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές για τον Εμμανουήλ, μεταξύ άλλων και επειδή είναι «επισκέπτης» – δηλαδή Τούρκος πολίτης (σε αντίθεση με τους συνοδικούς αντιπροσώπους ουκρανικής καταγωγής με ουκρανική υπηκοότητα).
Ο Τόμος εναντίον του Καταστατικού της Διακυβέρνησης
Μετά την έναρξη της ρωσικής επιθετικότητας το 2022, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) πραγματοποίησε τη λεγόμενη «Σύνοδο» των Θεοφανείων (στα Θεοφάνεια, περιοχή του Κιέβου όπου πραγματοποιήθηκε), όπου έκανε μια προσομοίωση ρήξης με το Πατριαρχείο Μόσχας και «καθάρισε» λιγάκι το Καταστατικό της. Λίγο καιρό αργότερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας έκανε το ίδιο, αλλά με διαφορετικό στόχο. Το υπάρχον βασικό καταστατικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (το οποίο ανταποκρινόταν στο πνεύμα και το γράμμα του Τόμου και στην πραγματικότητα έγινε αναπόσπαστο μέρος του), το οποίο επεξεργάστηκαν οι Έλληνες και εγκρίθηκε στην ενοποιητική Σύνοδο στις 15 Δεκεμβρίου 2018, συμπληρώθηκε από μια «συστατική πράξη» – το καταστατικό (κανονισμός) για τη διοίκηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, το οποίο τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 2023. Ο εν λόγω κανονισμός δεν κατήργησε το αρχικό καταστατικό, αλλά αναδιαμόρφωσε ελαφρώς την «κάθετη εξουσία».
Το κείμενο του Κανονισμού δεν συμφωνήθηκε με την Κωνσταντινούπολη με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για εσωτερικό έγγραφο. Ωστόσο, περιείχε καινοτομίες σχετικά με τα δικαιώματα και τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχη, ιδίως έναν ανεξάρτητο τρόπο επικοινωνίας με άλλες τοπικές Εκκλησίες (όχι μέσω της Κωνσταντινούπολης), το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη να ερμηνεύει το Καταστατικό (το δικαίωμα αυτό μεταφέρεται στη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας) και το καθεστώς του Οικουμενικού Πατριάρχη ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (στον νέο Κανονισμό, η Τοπική Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι το ανώτατο δικαστήριο). Ωστόσο, η κύρια καινοτομία των Κανονισμών είναι η σημαντική διεύρυνση των δικαιωμάτων και προνομίων του προκαθήμενου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένου του βέτο κατά των συνοδικών αποφάσεων.
Αναμφίβολα, οι κινήσεις αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες από την Κωνσταντινούπολη, η οποία, με φόντο τη σκληρή αντιπαράθεση με τη Ρωσία, δεν μπορεί να αντέξει ένα νέο κύμα κριτικής και μίσους για τη «λανθασμένη απόφαση για την Ουκρανία».
Τι μπορεί να κάνει η Κωνσταντινούπολη
Όσο υπάρχει η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας), η οποία από τη μία πλευρά διαμαρτύρεται σε όλες τις διεθνείς πλατφόρμες για την «επιθετική συμπεριφορά» της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας και τον «διωγμό για την πίστη» από το ουκρανικό κράτος και από την άλλη δεν είναι αρνητική στο να συνεννοηθεί με την Κωνσταντινούπολη και να βρει με κάποιο τρόπο διέξοδο από το αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί με το νομοσχέδιο 8371, η ουκρανική αποστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Έξω από την Οικουμενική Εκκλησία, παραμένει μια πολύ ετερογενής, τοξική και πολύπλοκη κοινότητα που έχει σχεδόν το ίδιο μέγεθος. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν μπορεί να προσποιηθεί ότι όλα είναι καλά – αν και υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι στο περιβάλλον του Πατριάρχη που βλέπουν τις περιπέτειες της ουκρανικής Εκκλησίας με θετική και αισιόδοξη στάση.
Αλλά το ερώτημα είναι, έχει το δικαίωμα να αντιδράσει με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον ο ίδιος έχει δώσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας πλήρη ελευθερία δράσης στην κανονική της επικράτεια; Το ερώτημα αυτό απαντάται από τον ίδιο τον Τόμο και τον αρχικό Καταστατικό Χάρτη.
Πράγματι, «οι υποθέσεις της Εκκλησίας στη χώρα αυτή θα διοικούνται, όπως διακηρύσσουν οι θείοι και ιεροί Κανόνες, ελεύθερα και εν Αγίω Πνεύματι και ανεμπόδιστα, χωρίς καμία άλλη εξωτερική επιρροή». Ωστόσο, «για την επίλυση σημαντικών ζητημάτων εκκλησιαστικής, δογματικής και κανονικής φύσεως, ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας, εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας του, θα πρέπει να απευθυνθεί στον Άγιο Πατριαρχικό και Οικουμενικό μας Θρόνο, ζητώντας από αυτόν έγκυρη γνώμη και σταθερή αμοιβαία κατανόηση». Το Καταστατικό του 2018 παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με την απαίτηση αυτή: «Θέματα που δεν προβλέπονται στον παρόντα Καταστατικό Χάρτη και απαιτούν καταστατική ρύθμιση θα εξετάζονται από κοινή Επιτροπή που θα διορίζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας». Αυτό σημαίνει ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει το δικαίωμα να παρέχει γονικές συμβουλές σε δύσκολες καταστάσεις και να χρησιμοποιεί διάφορα μέσα επίλυσης ζητημάτων σύγκρουσης για την αποκατάσταση της θρησκευτικής ισορροπίας και την παρακίνηση των αντιπάλων σε διάλογο. Αυτό δεν είναι μόνο δικαίωμά του, αλλά και καθήκον του. Κάτι άλλο είναι ότι ο ίδιος καθορίζει αν η κατάσταση απαιτεί τη συνδρομή του.
Και τι γίνεται με την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας), η οποία σήμερα έχει ένα πολύ στενό παράθυρο ευκαιρίας για να βγει από την παγίδα στην οποία την έχει οδηγήσει η Μόσχα; Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι εννοιολογικά, υπάρχει μια αυξανόμενη κατανόηση εκεί ότι η πλήρης ρήξη με το Πατριαρχείο Μόσχας είναι μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα που το κράτος είναι έτοιμο να υποστηρίξει. Αλλά κανείς δεν θα κόψει τις γέφυρες με τη Μόσχα χωρίς εγγυήσεις για μια εναλλακτική κανονική ομπρέλα, έστω και προσωρινή. Μπορεί η Κωνσταντινούπολη να δανείσει μια τέτοια ομπρέλα; Ναι, μπορεί. Οι πόρτες της είναι ανοιχτές για την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας), η οποία παραδόξως δεν της είναι επίσης ξένη.
Φυσικά, εδώ υπάρχουν περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Πώς ταιριάζει αυτό με το μονοπώλιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στο κανονικό έδαφος της Ουκρανίας; Ποιο είναι το σχέδιο για την αναμόρφωση του καθεστώτος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας); Πώς μπορεί να υποστηριχθεί η νομιμότητα τέτοιων αποφάσεων σε άλλες Τοπικές Εκκλησίες; Και τι θα γίνει αν δεν υπάρξει ενότητα στην ίδια την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) για το θέμα αυτό και διασπαστεί σε άνισες αντιμαχόμενες παρατάξεις; Και πώς θα αντιμετωπιστεί η Ρωσική Εκκλησία, η οποία είναι βέβαιο ότι θα εξαπολύσει μεγάλης κλίμακας αντεπίθεση; Και πώς να το εξηγήσει αυτό στην ουκρανική κοινωνία, η οποία βλέπει την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) μόνο ως προδότες, συνεργάτες και πράκτορες της FSB; Αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να επιλυθούν εν τη γενέσει τους, με βάση την αρχή ότι η πράξη είναι το κριτήριο της αλήθειας. Και η ιστορία της Εκκλησίας έχει συσσωρεύσει πολλά εργαλεία.
Η επικοινωνία έχει δημιουργηθεί
Μόνο ένα χρόνο μετά, ένας από τους εκπροσώπους της Συνοδικής Πατριαρχικής Επιτροπής, ο Μητροπολίτης Γουίνιπεγκ Ιλαρίωνας, κατάφερε να φτάσει στην Ουκρανία και να πραγματοποιήσει μια σειρά σημαντικών συναντήσεων. Μια βασική πλατφόρμα για αρκετά έντονη και, σύμφωνα με φήμες, γόνιμη επικοινωνία ήταν το Πρωινό Προσευχής υπό την αιγίδα του Προέδρου της Ουκρανίας, που πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου 2024. Ο Μητροπολίτης έλαβε πολλές θετικές αντιδράσεις από τους συνομιλητές του. Επιπλέον, συναντήθηκε με τον βουλευτή Ολεξάντρ Κατσούρα του (κυβερνώντος) κόμματος «Υπηρέτης του Λαού», ο οποίος προηγουμένως είχε επιδείξει μια μάλλον ισοπεδωτική στάση απέναντι σε όλες τις δικαιοδοσίες. Σύμφωνα με τον βουλευτή, «το κύριο θέμα της συνάντησης ήταν η συζήτηση των τρόπων για την επίτευξη της συμφιλίωσης και της ενότητας της ουκρανικής Ορθοδοξίας». Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας είχε ένα φορτωμένο πρόγραμμα συναντήσεων κατά τη διάρκεια της δεκαήμερης επίσκεψής του.
Παρόλο που οι αρχές αποφάσισαν να μην ξοδέψουν τις προσπάθειες και τους πόρους τους για την επίτευξη της περιβόητης ενότητας των αντιμαχόμενων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, μπορεί να ενδιαφέρονται για την ιδέα ενός πραγματικού διαχωρισμού της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (σ.μτ.: Πατριαρχείου Μόσχας) από το Πατριαρχείο Μόσχας, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τις προσπάθειες των βουλευτών και των αξιωματούχων. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν ανόητο να αγνοηθούν τα σημάδια και τα σήματα από την Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν, είναι και θα παραμείνει η μόνη Μητέρα Εκκλησία για τις ουκρανικές εκκλησίες.