Στις 26 Οκτωβρίου στον χώρο του Εθνικού μουσείου «Σοφία του Κιέβου» πραγματοποιήθηκε συνέδριο με θέμα «Καθολικά-ορθόδοξα έγγραφα και η υποδοχή τους στην Ουκρανία». Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, στις οποίες συμμετείχε ο Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Ουκρανία Επίσκοπος Κομάνων Μιχαήλ, έγινε παρουσίαση και η συζήτηση σε σχέση με την ουκρανική μετάφραση εγγράφων ορθόδοξο-καθολικού διαλόγου.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο συνέδριο ο Θεοφιλέστατος Μιχαήλ ανέφερε τα εξής:
«Η ενότητα είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της Εκκλησίας που περιγράφεται στο Ευαγγέλιο. Για την ενότητα των μαθητών Του προσευχήθηκε ο Κύριος Ιησούς Χριστός πριν από τα παθήματά Του (Ιωάννης 17:21). Ομολογούμε πίστη στη μία Εκκλησία στο Σύμβολο της Πίστεως. Δυστυχώς, οι Χριστιανοί βιώνουν τώρα έναν διχασμό που δεν είναι φυσικός για την Εκκλησία και έρχεται σε αντίθεση με αυτό για το οποίο προσευχήθηκε ο Κύριός μας. Ο διάλογος λοιπόν είναι μια διαδικασία που μπορεί να βοηθήσει στην εύρεση της κάποτε χαμένης ενότητας.
Η Αγία Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η Μητέρα Εκκλησία για τις Εκκλησίες της Ουκρανίας και της Ρωσίας, καθώς και πολλές άλλες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αισθάνεται υπεύθυνη για τη μοίρα της καθεμιάς από αυτές και καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τη στήριξη και την οργάνωση της ζωής τους σύμφωνα με τους Κανόνες της Εκκλησίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάσταση στον ουκρανικό χριστιανισμό είναι παραδοσιακά αντικείμενο προσοχής της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Εξάλλου, η κατάσταση στην Ουκρανία είναι μοναδική – πολλές χριστιανικές παραδόσεις και δικαιοδοσίες παρουσιάστηκαν ταυτόχρονα. Η μεταξύ τους σχέση επηρεάζει άμεσα την κοινωνία των πολιτών και τους ανθρώπους συνολικά.
Η αναζήτηση της ενότητας μεταξύ των Χριστιανών γενικά και στην Ουκρανία ειδικότερα μαρτυρεί τη συνολική καλή πρόθεση των Χριστιανών για ενότητα και έχει θετική επίδραση στην κοινωνία, καθορίζοντας έτσι έμμεσα τις πολιτικές προοπτικές.
Ο διάλογος για τη χριστιανική ενότητα συνεχίζεται εδώ και πολλά χρόνια. Μέχρι πρόσφατα αποτελούσε αντικείμενο ενδιαφέροντος κυρίως ιεραρχών και θεολόγων. Όμως, τώρα, βλέπουμε μια θετική τάση διεύρυνσης του κύκλου των ανθρώπων που ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για αυτό το θέμα.
Ανυπομονούμε να εμφανιστεί η ουκρανική μετάφραση των εγγράφων του ορθόδοξου-καθολικού διαλόγου και εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας σε όλους όσους συμμετείχαν στην έκδοση.
Ελπίζουμε ότι η Ουκρανία θα συμμετάσχει σε αυτόν τον εξαιρετικά σημαντικό διάλογο και θα πει επίσης τη γνώμη της, βασισμένη σε αιώνες θετικής και αρνητικής εμπειρίας της συνύπαρξης Ορθοδόξων και Καθολικών.
Ο ορθόδοξο- καθολικός διάλογος αναβιώνει την ενδο-ορθόδοξη θεολογική σκέψη, καθώς μας αναγκάζει να αναζητούμε απαντήσεις σε οξεία θεολογικά ερωτήματα και να επανεξετάζουμε τη δική μας ιστορία και θεολογική κληρονομιά.
Το πιο πιεστικό θεολογικό ζήτημα τόσο για τους Ορθοδόξους όσο και για τους Καθολικούς σήμερα είναι το ζήτημα της διακονίας της πρωτοκαθεδρίας στην Οικουμενική Εκκλησία. Έτσι, ο ορθόδοξο-καθολικός διάλογος και η αναζήτηση τρόπων αποκατάστασης της ενότητας είναι επίσης σχετικοί με τη διατήρηση της ενότητας στην ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η εμπειρία στη μια κατεύθυνση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλη.
Η παρουσιασμένη έκδοση «Καθολικός-ορθόδοξος διάλογος. Έγγραφα της Κοινής διεθνούς επιτροπής για τον θεολογικό διάλογο μεταξύ της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας» αποτελεί σημαντικό γεγονός όσον αφορά την μετάδοση της ιδέας της αναζήτησης της ενότητας της Εκκλησίας και της συμμετοχής ενός ευρέος φάσματος Χριστιανών σε προβληματισμό και συζήτηση για αυτό το θέμα.
Ταυτόχρονα, ο διάλογος και η δημοσίευση εγγράφων στα ουκρανικά εγείρουν το ερώτημα πώς να γνωστοποιηθούν αυτά τα έγγραφα στο ευρύ κοινό, ειδικά στην Ουκρανία, όπου υπάρχει ένα σύνθετο ιστορικό παρελθόν στις σχέσεις μεταξύ των διακλαδώσεων της Χριστιανικής Εκκλησίας. Αυτό αναφέρεται στα έγγραφα που μας παρουσιάστηκαν σήμερα:
«Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων και όλων εκείνων που θα εμπλακούν στην αποστολική δραστηριότητα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όπου μια άλλη Εκκλησία έχει παραδοσιακά τις ρίζες της. Η εκπαίδευσή τους πρέπει να είναι αντικειμενική και θετική για την άλλη Εκκλησία. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να γνωρίζουν όλοι την αποστολική διαδοχή της άλλης Εκκλησίας και την αυθεντικότητα της μυστηριακής της ζωής. Είναι επίσης απαραίτητο να δοθεί σε όλους μια αληθινή και ολιστική γνώση της ιστορίας, εστιάζοντας στην ιστοριογραφία των δύο Εκκλησιών, η οποία είναι συμφωνημένη ή και κοινή. Αυτό θα βοηθήσει στην εξάλειψη των λανθασμένων ερμηνειών και θα αποτρέψει τη χρήση της ιστορίας για διαμάχη. Μια τέτοια αντίληψη θα επιτρέψει να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχει αμοιβαίο κακό από τη διαίρεση, που αφήνει βαθιές πληγές και στις δύο πλευρές».
Δηλαδή, τίθεται ζήτημα παιδείας και επάρκειας των κληρικών, που καλούνται να μεταφέρουν και να εξηγήσουν αυτά τα πονήματα στον λαό του Θεού. Τα έγγραφα είναι γραμμένα σε εξαιρετική θεολογική ακαδημαϊκή γλώσσα, αλλά πρέπει επίσης να εξηγηθούν στο ευρύ κοινό, σε ανθρώπους που δεν είναι πάντα εξοικειωμένοι με τις ιδιαιτερότητες της θεολογίας. Αυτό θα εξασφαλίσει την υποδοχή αυτών των θεολογικών κειμένων από το σώμα της Εκκλησίας, που είναι ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα αυτού του διαλόγου».